Πολυξένη Χριστοπούλου το γέννος Κουτσουμπάκη και Δημήτρης Χριστόπουλος
φωτογραφίες >> Πολυξένη Χριστοπούλου - Δημήτρης Χριστόπουλος
Πολυξένη:1912- 1999 (21-2-99)
Η γιαγιά Πολυξένη προέρχεται από την οικογένεια Κουτσουμπάκη
Η γιαγιά Πολυξένη προέρχεται από την οικογένεια Κουτσουμπάκη
Γεννήθηκε το 1912 στο Κλήμα Δωρίδος (πάνω από το Μοναστηράκι περιοχής Ναυπάκτου) , πατέρας της ήταν ο Αριστομένης Κουτσουμπάκης και μητέρα της η Ερήνη. Είχε αδέλφια τον Γιώργο , τον Βασίλη, την Ελένη , τον Μήτσο, την Φροσύνη και την Μαρούλα. Η γιαγιά Πολυξένη ήταν η μικρότερη. Μεγάλωσε στο χωριό και ήρθε στην Αθήνα όπου και παντρεύτηκε τον Δημήτρη Χριστόπουλο από τον Ζοργιάνο, εφοριακό στο επάγγελμα. Στην Αθήνα πήραν οικόπεδο στου Ζωγράφου και κτίσαν το σπίτι στην Αμφιτρίτης 5, όπου γεννήθηκε και η μητέρα μου η Παρασκευή (Βιβή). Μάλιστα συζητούσαν να πάρουν οικόπεδο στους Αμπελόκηπους (Λ. Αλεξάνδρας) αλλά ήταν λίγο ακριβότερο γιαυτο διάλεξαν του Ζωγράφου που εκέινη την εποχή ήταν ακόμα προάστιο με αραιή δόμηση. Μικρή η γιαγιά είχε καλά χρόνια στο χωριό. Ηξερε όλες τις δουλιές του σπιτιού, να ζυμώνει πήγε και δημοτικό εκέι, εκέινο δε που θυμάμαι είναι τα δημοτικά τραγούδια που ήξερε και τραγουδούσε με πολυ καλή φωνή και σωστα , είχε καλό αυτί. Αν και η μάνα μου τραγουδούσε πολύ καλά, πολλές φορές έλεγε ότι δεν την έφτανε στο τραγούδι και στα "τσακίσματα" που κάναν τα δημοτικά.
Θυμάμαι μία ιστορία που μας έλεγε για ένα ληστή που ήταν στην περιοχή τους. Είχε σκοτώσει κάποιον και είχε βγεί στο κλαρί, Φλώρο τον λέγαν και έκλεβε πλούσιους και προίκιζε ορφανές κοπέλες. Αλλά ήταν τεράστιος και πολυ φοβερός με τους διώκτες του. Μία μέρα που πήγαινε για νερό τον είδε μπροστά της.. φοβήθηκε αλλά αυτός την καθυσήχασε. Τελικά αν θυμαμαι καλά τον συλλάβανε και οδηγήθηκε και δικάστηκε στη Ναυπακτο ο Φλώρος. Ο παππούς ο Δημήτρης ο Χριστόπουλος ήταν πολύ κοκέτης και καλοστεκούμενος , είχε ευγενικούς τρόπους και ντυνόταν πάντα στη τρίχα. Θυμάμαι που έλεγε η γιαγια Πολυξένη ότι ακόμα και όταν έβγαζε τις κάλτσες του τις έβαζε με την σειρα ώστε την άλλη μέρα να φορέσει την αριστερη αριστερα και την δεξια στο δεξί πόδι. Ηταν όμως πολύ χορατατζής, και του άρεσε να κάνει αστεία. Στο χωριό όταν ήταν είχε πεθάνει κάποιος άλλος Δημήτρης και τον είχαν αφήσει από βραδυς στην εκκλησία για την εξόδιο την άλλημερα το πρωί. Πήγανε λοιπόν με παρεα , τον βάλαν παρπάρα τον πεθαμένο και πήρε ο παππούς Δημητρης τη θέση του. Οταν την αλλή μέρα πήγε ο παππάς πρωί πρωί.. χωρίς να πολυκοιταξει προς τον νεκρό του λέει μονολογώντας .. " ααχ ..πως τα πέρασες Μήτσο μου .. όλο το βράδυ μόνος σου.. " και του απαντάει ο παππούς.. "πως να τα περάσω πάτερ .. κρύωνα όλο το βράδυ.." είδαν και έπαθαν να τον μαζέψουν τον παππά και να τον ξαναβάλουν στην εκκλησία.
Γενικά θα έλεγα ότι η γιαγιά Πολυξένη πέρασε τα πρώτα χρόνια του γάμου της όσο ζούσε ο παππους Δημήτρης ευτυχισμένα. Υπάρχουν αρκετές φωτογραφίες με εκδρομές στην Πάρνηθα που τους άρεσε να πηγαίνουν. Γέννησε την Βιβή το 1933 και έκανε και άλλο ένα αγοράκι μετα την Βιβή το οποίο όμως πέθανε σε βρεφικη ηλικία από "πυρετό". Τα δυσκολα ξεκίνησαν όταν πέθανε ο Χριστόπουλος το 1939 λίγο πριν την έναρξη του Β παγκοσμίου πολέμου αφήνοντας την γιαγιά Πολυξένη με την κόρη της την Βιβή μικρή 6 χρονών. Ο Χριστόπουλος πέθανε σε νεαρή ηληκία τριαντα..κάτι , ετών από οξύ έμφραγμα , ξαφνικά. Επειδή δε, δεν πέθανε εν υπηρεσία η γιαγιά δεν δικαιούτο σύνταξη σύμφωνα με τους εργατικούς νόμους εκείνης της εποχής. Αμέσως μετά έπεσε και η Κατοχή.
Ενα πρωί ξύπνησαν από τις σειρήνες . όλοι έτρεξαν στον Αγιο Θεράποντα στην Εκκλησία. Θυμάμαι την γιαγιά να μου περιγράφει με τρόμο πολλές φορές το ουρλιαχτό των σειρήνων. και ότι από την εκκλησία του Αγ Θεράποντα που είχαν μαζευτεί μπορούσαν και έβλεπαν τον βομβαρδισμό του Πειραιά από τους Ιταλούς. Ακολούθησαν τα δύσκολα χρόνια της κατοχής. Κυρίως δύο προσωπα ήταν που την στήριξαν μετά τον θάνατο του Δημήτρη. Ο αδερφός της ο Μήτσος , που ήταν διευθυντής στου Παπαστράτου , και ο παπά Σίμος, ο παππάς του Αγιου Θεράποντα., και πατέρας του "καπετάνιου'" του Νικήτα μετέπειτα στενού φίλου της Βιβής (ο οποίος Νικήτας Σίμος παντρεύτηκε την Χριστίνα και κάναν δύο κορίτσια την Αντα και την Σοφία . Ο παπά Σίμος υπήρξε καθοριστικό πρόσωπο στην διαμόρφωση της ζωής της Πολυξένης από τότε και μετά. Κοντά του βρήκε τόσο την πολύτιμη υλική στήριξη που είχε απόλυτα ανάγκη , αλλά και διοχέτευσε όλη της την ενέργεια σαν άνθρωπος στον θρησκευτικό ζήλο, κάτι που τη ακολούθησε μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής της.Ηταν δραστήριο μέλος του "Σωτήρα" και συμμετείχε ενεργά στους λεγόμενους "κύκλους" μαζί με άλλες Ζωγραφιώτισσες που αποτελούσαν παραεκκλησιαστικές οργανώσεις , πηγαίναν σε γηροκομεία , κτλ..Συγκεκριμένα ο παπα Σίμος της αγόρασε μηχάνημα που έφτιαχνε το λαστιχάκι από τους "φιλέδες" το αραχνοδιχτάκι που βάζαν στα μαλιά τους οι γυναίκες εκέινη την εποχή για να τα έχουν συμμαζεμένα. Ετσι κατόρθωσε να ζήσει , μάλιστα δε νοίκιαζε και το μισό της σπίτι σε φοιτήτριες , που τις ταιζε και έπλενε, οπότε είχε και από εκέι ένα εισόδημα. Ειδικότερα στην κατοχή για κάποιο διάστημα μαλλον στην πείνα του 41 αναγκαστηκε και πήγε στο χωριό της να περάσουν τα δύσκολα. Εκέι τουλάχιστον είχαν να φάνε λίγη μπομπότα και λάδι, είχε και την Βιβή να ταίσει που τα ποδαράκια της ήταν σαν καλαμάκια όπως έλεγε. Σε εκείνη την περιοχή Κλήμα - Μοναστηράκι εγένοντο πολλές μάχες του ΕΛΑΣ και του 5/42 του Δημ Ψαρρού κατά των Γερμανών. Μάλιστα την γιαγια Πολυξένη την είχαν συλλάβει οι Γερμανοι και την είχαν οδηγήσει στις φυλακές στην Ναύπακτο από όπου αργότερα σε σύντομο χρόνο την αφήσαν να φύγει..Κατά την κατοχή εμπορευόταν τσιγάρα που της έδινε ο αδερφός της ο Μήτσος που ήταν στου Παπαστράτου και τα πούλαγε, φέρνοντας πίσω αλεύρι που είχε αξία σα το κρέας όπως έλεγε, (μια οκα αλέυρι - μια οκα κρέας ήταν η ισοτιμία). Μετά την κατοχή συνέχισε με τα λαστιχακια για τους φιλέδες και ενοικίαζε το μισό σπίτι σε φοιτήτριες. Η Βιβή ήταν "της εκκλησίας" , πήγαινε σε εκκλησιαστικές χορωδίες και εκδηλώσεις, και τελικά μπήκε στην διδασκαλική Ακαδημία.
Η μητέρα μου από τον Κώστα τον Αντρεόπουλο (που είχε παντρευτεί την θεία Καίτη ξαδέλφη του πατέρα μου του Αλέκου ξάδελφο και συγχωριανό του παππού Δημήτρη από τον Ζοριάνο), με προξενιό γνώρισε τον πατέρα μου σε μία εκδρομή στο μοναστήρι της Καισαριανής. Ο πατέρας μου από όταν την είδε αποφάσισε αμέσως να την ζητήσει σε γάμο , πράγμα που έγινε το 1956 στις 26 Δεκεμβρίου στον ναό του Αγ Νικολάου στην οδό Ασκληπιού. Οταν παντρευτηκαν οι γονείς μου έμειναν στον πρωτο όροφο του σπιτιού στου Ζωγράφου επι της Αμφιτρίτης 5, σπίτι που κατόρθωσε να κτισει η γιαγια Πολυξένη. Μαζί έμεινε και η γιαγιά Πολυξένη που ανέλαβε το σπίτι καθ' ολοκληρία, μαγείρεμα, καθαριότητα, ψώνια, οικονομική διαχείρηση. Είχε την ικανότητα να βγάζει από την μυγα ξυγκι όπως έλεγε. Μάλιστα συχνα ο πατέρας μου ανέφερε το τραπέζι των αραβώνων που έκανε η γιαγια για να υποδεχτει στο σπίτι τον Γαμπρο και τα πεθερικα. Οταν παρουσίασε τα πιάτα στο τραπέζι ευχαριστήθκαν όλοι γιατί είδαν δύο μεγάλα μπαρμπούνια σε κάθε πιάτο. (μεγάλη πολυτέλεια για εκέινη την εποχή) . Οταν όμως ξεκίνησαν να τρωνε κατάλαβαν ότι τα δύο μπαρμπόυνια ήταν ένα, ανοιγμένο αριστοτεχνικα΄στην μέση ώστε να γεμίσει το πιάτο.. Με αυτό τον τρόπο έδωσε την ευχέρεια στους γονείς μου να μην ασχολούνται και πολυ με τα παιδιά και τις δουλιές του σπιτιού και ειδικότερα η Βιβή μπόρεσε να δουλέψει απερίσπαστη αλλά και να βγαίνουν με το πατέρα μου τα βράδυα για διασκέδαση.
Oταν γεννήθηκα η γιαγιά ανέλαβε τις περισσότερες δουλιές. Η μάνα μου δούλευε στο ιδιωτικό σχολείο της Κουρή , κοντά στον κινηματογράφο Αδωνις. Η γιαγιά από πολύ μικρούς προσπάθησε να μας βάλει σε τάξη .. σε σχέση με την εκκλησία. Ηξερα από μικρός προσευχές και η προσευχή πριν το υπνο ήταν υποχρεωτική. Θυμάμαι στην εκκλησία που μας πήγαινε στον Αγ Θεράποντα πόσο βαριόμουνα την ορθοστασία. Την θυμάμαι που μας έλεγε ιστορίες το χειμώνα δίπλα στην σόμπα πετρελαίου που είχαμε στο χωλ , για το χωριο της , τα παιδικα της χρόνια , την κατοχή. Επίσης πολλές φορές τραγουδούσε δημοτικά αλλά και εκκλησιαστικά. Και μαγήρευε, πήγαινε στην λαική και με τα "μαγικά" της, με τα λεπτα που τις έδιναν τα κατάφερνε θαυαμάσια, το ψηγείο ήταν πάντα γεμάτο. Με έβαζε και την βοήθαγα , με είχε μάθει να κάνω αυγολέμονο, και εμενα μου άρεσε να ασχολούμαι με κάτι εκτός από τα μαθήματα. Επίσης πριν κάνω εγχείρηση για τις αμυγδαλές μου την θυμάμαι που μαζευε ευκαλύπτους και έκανε ατμο και με έβαζε κάτω από την πετσέτα με τους ατμους για να ανοίξει ο λαιμός μου.. ειχε εμονή με το να μας ταίζει, " η Σωτηρία είναι γεμάτη " μας έλεγε απειλητικα.. εχοντας υπ οψιν τις κατοχικές πέινες που περασε αλλα και την εξάπλωση της φυματίωσης που θεριζε μεχρι πριν 10 χρονια από την γεννηση μου. Η διασκέδαση της ήταν εκτός από την εκκλησία όταν τα απογεύματα πήγαινε στον "κυκλο" και έβρισκε εκέι τις "ομοιδεάτισες" της περί τα εκκλησιαστικά. η Φύσσα, Ζαβίτσα αλλά και πολλές άλλες παλιές Ζωγραφιώτισσες ήταν στι κύκλο που πήγαινε. Αλλά ήταν επίμονη και φορτική αν ήθελε να πετύχει κάτι , σε σημείο που πολλές φορές η μάνα μου "επαναστατούσε". Το μεγαλύτερο παράπονό της ήταν ότι η μητέρα μου αφού παντρεύτηκε "απομακρύνθηκε από τον δρόμο του Θεού" όπως έλεγε.. και υπονοούσε ότι την χαλάσαν οι Εσκιτζήδες.. Μάλιστα δε κάποια μέρα που με πίεζε να πάω κατηχητικό , που εγω δεν ήθελα, γυρνάω και τις λέω "μα αφού δεν υπάρχει Θεός" αυτό ήταν .. έφαγα ένα σκαμπίλι που ακόμα το θυμάμαι .... και ήμουν πολύ μικρός 7-8 χρονών. Το έμαθε η μάνα μου και την κατσάδιασε.. και αυτό ήταν και το οριστικό μου διαζύγιο περι τα θρησκευτικά. Ο καημός της όμως υπήρξε μεγάλος και θεωρούσε σα μόνιμο καθήκον της να μας επαναφέρει όλους στον δρόμο του θεού. Μάλιστα δε, στο σημείωμα που μας άφησε λίγο πριν πεθάνει , σε αυτό αναφέρεται.. Την δικαιολογώ απόλυτα, αν λάβει κανείς υπ όψιν τους τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ήρθε σε επαφή με την εκκλησία , σαν ανήμπορη χήρα και μάλιστα σε επαφή με ένα χαρισματικό όπως λένε άνθρωπο που ήταν ο παπας Σίμος. Δεν θα ήταν υπερβολή να πω ότι μας μεγάλωσε η Πολυξένη, με το φαι της, το πλυσιμο, τις ιστορίες, τα τραγούδια αλλά και την γρίνα της και τις εμμονές της. Οταν δώσαμε το σπίτι της Αμφιτρίτης για Πολυκατοικία (περίπου το 1968-69) πήγαμε στους Αμπελόκηπους στην Μ. Ασίας, σε ένα διαμέρισμα του τρίτου ορόφου, και μετά από μερικά χρόνια ήρθαμε στο καινούργιο δαμέρισμα στο ρετιρε στον τρίτο όροφο. (Ενώ είμασταν στους Αμπελόκηπους έπαθε το έμφραγμα και ο Αλέκος.) Οταν γυρίσαμε Ζωγράφου εγώ τότε πήγαινα τις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου , και κατόπιν έφυγα για Αγγλία., το 1974 το καλιοκαίρι. Από τότε και μετά σταμάτησε η στενή καθημερινή επαφή με την γιαγια Πολυξένη. Η γιαγιά έμεινε με την μάνα μου εκέι έως ότου το σπίτι το πήρε η αδελφή μου σα προίκα και το πούλησε για να φτιάξει το νέο της σπίτι την μονοκατοικία που τωρα μένουν στην άνω Γλυφάδα. Οταν πουλήθηκε το διαμέρισμα , η μητέρα μου ματακόμισε στο 2άρι που είχαμε στον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας και η γιαγιά στην γκαρσονιέρα που ήταν στον τρίτο όροφο γιαγιά μας και αυτή . Ηταν δηλαδή και μαζί και χώρια. Εγώ εν τω μεταξύ είχα απολυθεί από τον στρατό και έμενα μόνος μου σε ένα δυάρι στην οδο Μπισκίνη που έβλεπε στον ακάλυπτο στο ισόγειο. (έμεινα εκέι μέχρι και τους πρώτους μήνες αφού παντρεύτηκα την Μαρία και μάλιστα εκέι γεννήθηκε και ο Αλέξανδρος). Ηταν ήδη 1986, και η γιαγια περίπου 75 χρονών. Εκέινη την εποχή έκανε ένα μεγάλο ταξίδι στους άγιους τόπους .. όνειρό της από παλιά. Σιγά σιγά όμως είχε αρχίσει να βαραίνει από την ηλικία και διαρκώς παραπονιόταν ότι είναι πολύ μόνη της, (και ήταν) , η Βιβή την προσεχε βεβαια .. αλλά δεν ήταν όλη την ωρα μαζί της... Εκείνη την εποχή κατάλαβα ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα των γέρων είναι η μοναξιά. Οταν πήγαινα να την δω .. αυτό μου έλεγε,, να έρχεσαι να σε βλέπω.. αλλά εκέινη την εποχή ήμουν πολύ απασχολημένος .. μια με τον Αλέξανδρο , την δουλιά μου.. είχαμε ξεκινήσει και την οικοδομή στην Αιδηψό. Την θυμαμαι τι χαρά έκανε στην γιορτή του Αλέξανδρου .. του δισέγγονου ..(στα πρώτα του γενέθλια στην Ιοκάστης) για τον οποίο βέβαια είχε καημό γιατι αποφασίσαμε να μην τον βαπτισουμε.
Τελικα η γιαγια ήταν άτυχη., ειχε την μεγαλύτερη ατυχία. Πέθανε μετά τον θάνατο της μητέρας μου., ενάμισι χρόνο μετά. Παρά το ότι είχε και καλές στιγμές στην ζωή της η ζωη της ήταν δύσκολη.
Θυμάμαι μία ιστορία που μας έλεγε για ένα ληστή που ήταν στην περιοχή τους. Είχε σκοτώσει κάποιον και είχε βγεί στο κλαρί, Φλώρο τον λέγαν και έκλεβε πλούσιους και προίκιζε ορφανές κοπέλες. Αλλά ήταν τεράστιος και πολυ φοβερός με τους διώκτες του. Μία μέρα που πήγαινε για νερό τον είδε μπροστά της.. φοβήθηκε αλλά αυτός την καθυσήχασε. Τελικά αν θυμαμαι καλά τον συλλάβανε και οδηγήθηκε και δικάστηκε στη Ναυπακτο ο Φλώρος. Ο παππούς ο Δημήτρης ο Χριστόπουλος ήταν πολύ κοκέτης και καλοστεκούμενος , είχε ευγενικούς τρόπους και ντυνόταν πάντα στη τρίχα. Θυμάμαι που έλεγε η γιαγια Πολυξένη ότι ακόμα και όταν έβγαζε τις κάλτσες του τις έβαζε με την σειρα ώστε την άλλη μέρα να φορέσει την αριστερη αριστερα και την δεξια στο δεξί πόδι. Ηταν όμως πολύ χορατατζής, και του άρεσε να κάνει αστεία. Στο χωριό όταν ήταν είχε πεθάνει κάποιος άλλος Δημήτρης και τον είχαν αφήσει από βραδυς στην εκκλησία για την εξόδιο την άλλημερα το πρωί. Πήγανε λοιπόν με παρεα , τον βάλαν παρπάρα τον πεθαμένο και πήρε ο παππούς Δημητρης τη θέση του. Οταν την αλλή μέρα πήγε ο παππάς πρωί πρωί.. χωρίς να πολυκοιταξει προς τον νεκρό του λέει μονολογώντας .. " ααχ ..πως τα πέρασες Μήτσο μου .. όλο το βράδυ μόνος σου.. " και του απαντάει ο παππούς.. "πως να τα περάσω πάτερ .. κρύωνα όλο το βράδυ.." είδαν και έπαθαν να τον μαζέψουν τον παππά και να τον ξαναβάλουν στην εκκλησία.
Γενικά θα έλεγα ότι η γιαγιά Πολυξένη πέρασε τα πρώτα χρόνια του γάμου της όσο ζούσε ο παππους Δημήτρης ευτυχισμένα. Υπάρχουν αρκετές φωτογραφίες με εκδρομές στην Πάρνηθα που τους άρεσε να πηγαίνουν. Γέννησε την Βιβή το 1933 και έκανε και άλλο ένα αγοράκι μετα την Βιβή το οποίο όμως πέθανε σε βρεφικη ηλικία από "πυρετό". Τα δυσκολα ξεκίνησαν όταν πέθανε ο Χριστόπουλος το 1939 λίγο πριν την έναρξη του Β παγκοσμίου πολέμου αφήνοντας την γιαγιά Πολυξένη με την κόρη της την Βιβή μικρή 6 χρονών. Ο Χριστόπουλος πέθανε σε νεαρή ηληκία τριαντα..κάτι , ετών από οξύ έμφραγμα , ξαφνικά. Επειδή δε, δεν πέθανε εν υπηρεσία η γιαγιά δεν δικαιούτο σύνταξη σύμφωνα με τους εργατικούς νόμους εκείνης της εποχής. Αμέσως μετά έπεσε και η Κατοχή.
Ενα πρωί ξύπνησαν από τις σειρήνες . όλοι έτρεξαν στον Αγιο Θεράποντα στην Εκκλησία. Θυμάμαι την γιαγιά να μου περιγράφει με τρόμο πολλές φορές το ουρλιαχτό των σειρήνων. και ότι από την εκκλησία του Αγ Θεράποντα που είχαν μαζευτεί μπορούσαν και έβλεπαν τον βομβαρδισμό του Πειραιά από τους Ιταλούς. Ακολούθησαν τα δύσκολα χρόνια της κατοχής. Κυρίως δύο προσωπα ήταν που την στήριξαν μετά τον θάνατο του Δημήτρη. Ο αδερφός της ο Μήτσος , που ήταν διευθυντής στου Παπαστράτου , και ο παπά Σίμος, ο παππάς του Αγιου Θεράποντα., και πατέρας του "καπετάνιου'" του Νικήτα μετέπειτα στενού φίλου της Βιβής (ο οποίος Νικήτας Σίμος παντρεύτηκε την Χριστίνα και κάναν δύο κορίτσια την Αντα και την Σοφία . Ο παπά Σίμος υπήρξε καθοριστικό πρόσωπο στην διαμόρφωση της ζωής της Πολυξένης από τότε και μετά. Κοντά του βρήκε τόσο την πολύτιμη υλική στήριξη που είχε απόλυτα ανάγκη , αλλά και διοχέτευσε όλη της την ενέργεια σαν άνθρωπος στον θρησκευτικό ζήλο, κάτι που τη ακολούθησε μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής της.Ηταν δραστήριο μέλος του "Σωτήρα" και συμμετείχε ενεργά στους λεγόμενους "κύκλους" μαζί με άλλες Ζωγραφιώτισσες που αποτελούσαν παραεκκλησιαστικές οργανώσεις , πηγαίναν σε γηροκομεία , κτλ..Συγκεκριμένα ο παπα Σίμος της αγόρασε μηχάνημα που έφτιαχνε το λαστιχάκι από τους "φιλέδες" το αραχνοδιχτάκι που βάζαν στα μαλιά τους οι γυναίκες εκέινη την εποχή για να τα έχουν συμμαζεμένα. Ετσι κατόρθωσε να ζήσει , μάλιστα δε νοίκιαζε και το μισό της σπίτι σε φοιτήτριες , που τις ταιζε και έπλενε, οπότε είχε και από εκέι ένα εισόδημα. Ειδικότερα στην κατοχή για κάποιο διάστημα μαλλον στην πείνα του 41 αναγκαστηκε και πήγε στο χωριό της να περάσουν τα δύσκολα. Εκέι τουλάχιστον είχαν να φάνε λίγη μπομπότα και λάδι, είχε και την Βιβή να ταίσει που τα ποδαράκια της ήταν σαν καλαμάκια όπως έλεγε. Σε εκείνη την περιοχή Κλήμα - Μοναστηράκι εγένοντο πολλές μάχες του ΕΛΑΣ και του 5/42 του Δημ Ψαρρού κατά των Γερμανών. Μάλιστα την γιαγια Πολυξένη την είχαν συλλάβει οι Γερμανοι και την είχαν οδηγήσει στις φυλακές στην Ναύπακτο από όπου αργότερα σε σύντομο χρόνο την αφήσαν να φύγει..Κατά την κατοχή εμπορευόταν τσιγάρα που της έδινε ο αδερφός της ο Μήτσος που ήταν στου Παπαστράτου και τα πούλαγε, φέρνοντας πίσω αλεύρι που είχε αξία σα το κρέας όπως έλεγε, (μια οκα αλέυρι - μια οκα κρέας ήταν η ισοτιμία). Μετά την κατοχή συνέχισε με τα λαστιχακια για τους φιλέδες και ενοικίαζε το μισό σπίτι σε φοιτήτριες. Η Βιβή ήταν "της εκκλησίας" , πήγαινε σε εκκλησιαστικές χορωδίες και εκδηλώσεις, και τελικά μπήκε στην διδασκαλική Ακαδημία.
Η μητέρα μου από τον Κώστα τον Αντρεόπουλο (που είχε παντρευτεί την θεία Καίτη ξαδέλφη του πατέρα μου του Αλέκου ξάδελφο και συγχωριανό του παππού Δημήτρη από τον Ζοριάνο), με προξενιό γνώρισε τον πατέρα μου σε μία εκδρομή στο μοναστήρι της Καισαριανής. Ο πατέρας μου από όταν την είδε αποφάσισε αμέσως να την ζητήσει σε γάμο , πράγμα που έγινε το 1956 στις 26 Δεκεμβρίου στον ναό του Αγ Νικολάου στην οδό Ασκληπιού. Οταν παντρευτηκαν οι γονείς μου έμειναν στον πρωτο όροφο του σπιτιού στου Ζωγράφου επι της Αμφιτρίτης 5, σπίτι που κατόρθωσε να κτισει η γιαγια Πολυξένη. Μαζί έμεινε και η γιαγιά Πολυξένη που ανέλαβε το σπίτι καθ' ολοκληρία, μαγείρεμα, καθαριότητα, ψώνια, οικονομική διαχείρηση. Είχε την ικανότητα να βγάζει από την μυγα ξυγκι όπως έλεγε. Μάλιστα συχνα ο πατέρας μου ανέφερε το τραπέζι των αραβώνων που έκανε η γιαγια για να υποδεχτει στο σπίτι τον Γαμπρο και τα πεθερικα. Οταν παρουσίασε τα πιάτα στο τραπέζι ευχαριστήθκαν όλοι γιατί είδαν δύο μεγάλα μπαρμπούνια σε κάθε πιάτο. (μεγάλη πολυτέλεια για εκέινη την εποχή) . Οταν όμως ξεκίνησαν να τρωνε κατάλαβαν ότι τα δύο μπαρμπόυνια ήταν ένα, ανοιγμένο αριστοτεχνικα΄στην μέση ώστε να γεμίσει το πιάτο.. Με αυτό τον τρόπο έδωσε την ευχέρεια στους γονείς μου να μην ασχολούνται και πολυ με τα παιδιά και τις δουλιές του σπιτιού και ειδικότερα η Βιβή μπόρεσε να δουλέψει απερίσπαστη αλλά και να βγαίνουν με το πατέρα μου τα βράδυα για διασκέδαση.
Oταν γεννήθηκα η γιαγιά ανέλαβε τις περισσότερες δουλιές. Η μάνα μου δούλευε στο ιδιωτικό σχολείο της Κουρή , κοντά στον κινηματογράφο Αδωνις. Η γιαγιά από πολύ μικρούς προσπάθησε να μας βάλει σε τάξη .. σε σχέση με την εκκλησία. Ηξερα από μικρός προσευχές και η προσευχή πριν το υπνο ήταν υποχρεωτική. Θυμάμαι στην εκκλησία που μας πήγαινε στον Αγ Θεράποντα πόσο βαριόμουνα την ορθοστασία. Την θυμάμαι που μας έλεγε ιστορίες το χειμώνα δίπλα στην σόμπα πετρελαίου που είχαμε στο χωλ , για το χωριο της , τα παιδικα της χρόνια , την κατοχή. Επίσης πολλές φορές τραγουδούσε δημοτικά αλλά και εκκλησιαστικά. Και μαγήρευε, πήγαινε στην λαική και με τα "μαγικά" της, με τα λεπτα που τις έδιναν τα κατάφερνε θαυαμάσια, το ψηγείο ήταν πάντα γεμάτο. Με έβαζε και την βοήθαγα , με είχε μάθει να κάνω αυγολέμονο, και εμενα μου άρεσε να ασχολούμαι με κάτι εκτός από τα μαθήματα. Επίσης πριν κάνω εγχείρηση για τις αμυγδαλές μου την θυμάμαι που μαζευε ευκαλύπτους και έκανε ατμο και με έβαζε κάτω από την πετσέτα με τους ατμους για να ανοίξει ο λαιμός μου.. ειχε εμονή με το να μας ταίζει, " η Σωτηρία είναι γεμάτη " μας έλεγε απειλητικα.. εχοντας υπ οψιν τις κατοχικές πέινες που περασε αλλα και την εξάπλωση της φυματίωσης που θεριζε μεχρι πριν 10 χρονια από την γεννηση μου. Η διασκέδαση της ήταν εκτός από την εκκλησία όταν τα απογεύματα πήγαινε στον "κυκλο" και έβρισκε εκέι τις "ομοιδεάτισες" της περί τα εκκλησιαστικά. η Φύσσα, Ζαβίτσα αλλά και πολλές άλλες παλιές Ζωγραφιώτισσες ήταν στι κύκλο που πήγαινε. Αλλά ήταν επίμονη και φορτική αν ήθελε να πετύχει κάτι , σε σημείο που πολλές φορές η μάνα μου "επαναστατούσε". Το μεγαλύτερο παράπονό της ήταν ότι η μητέρα μου αφού παντρεύτηκε "απομακρύνθηκε από τον δρόμο του Θεού" όπως έλεγε.. και υπονοούσε ότι την χαλάσαν οι Εσκιτζήδες.. Μάλιστα δε κάποια μέρα που με πίεζε να πάω κατηχητικό , που εγω δεν ήθελα, γυρνάω και τις λέω "μα αφού δεν υπάρχει Θεός" αυτό ήταν .. έφαγα ένα σκαμπίλι που ακόμα το θυμάμαι .... και ήμουν πολύ μικρός 7-8 χρονών. Το έμαθε η μάνα μου και την κατσάδιασε.. και αυτό ήταν και το οριστικό μου διαζύγιο περι τα θρησκευτικά. Ο καημός της όμως υπήρξε μεγάλος και θεωρούσε σα μόνιμο καθήκον της να μας επαναφέρει όλους στον δρόμο του θεού. Μάλιστα δε, στο σημείωμα που μας άφησε λίγο πριν πεθάνει , σε αυτό αναφέρεται.. Την δικαιολογώ απόλυτα, αν λάβει κανείς υπ όψιν τους τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ήρθε σε επαφή με την εκκλησία , σαν ανήμπορη χήρα και μάλιστα σε επαφή με ένα χαρισματικό όπως λένε άνθρωπο που ήταν ο παπας Σίμος. Δεν θα ήταν υπερβολή να πω ότι μας μεγάλωσε η Πολυξένη, με το φαι της, το πλυσιμο, τις ιστορίες, τα τραγούδια αλλά και την γρίνα της και τις εμμονές της. Οταν δώσαμε το σπίτι της Αμφιτρίτης για Πολυκατοικία (περίπου το 1968-69) πήγαμε στους Αμπελόκηπους στην Μ. Ασίας, σε ένα διαμέρισμα του τρίτου ορόφου, και μετά από μερικά χρόνια ήρθαμε στο καινούργιο δαμέρισμα στο ρετιρε στον τρίτο όροφο. (Ενώ είμασταν στους Αμπελόκηπους έπαθε το έμφραγμα και ο Αλέκος.) Οταν γυρίσαμε Ζωγράφου εγώ τότε πήγαινα τις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου , και κατόπιν έφυγα για Αγγλία., το 1974 το καλιοκαίρι. Από τότε και μετά σταμάτησε η στενή καθημερινή επαφή με την γιαγια Πολυξένη. Η γιαγιά έμεινε με την μάνα μου εκέι έως ότου το σπίτι το πήρε η αδελφή μου σα προίκα και το πούλησε για να φτιάξει το νέο της σπίτι την μονοκατοικία που τωρα μένουν στην άνω Γλυφάδα. Οταν πουλήθηκε το διαμέρισμα , η μητέρα μου ματακόμισε στο 2άρι που είχαμε στον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας και η γιαγιά στην γκαρσονιέρα που ήταν στον τρίτο όροφο γιαγιά μας και αυτή . Ηταν δηλαδή και μαζί και χώρια. Εγώ εν τω μεταξύ είχα απολυθεί από τον στρατό και έμενα μόνος μου σε ένα δυάρι στην οδο Μπισκίνη που έβλεπε στον ακάλυπτο στο ισόγειο. (έμεινα εκέι μέχρι και τους πρώτους μήνες αφού παντρεύτηκα την Μαρία και μάλιστα εκέι γεννήθηκε και ο Αλέξανδρος). Ηταν ήδη 1986, και η γιαγια περίπου 75 χρονών. Εκέινη την εποχή έκανε ένα μεγάλο ταξίδι στους άγιους τόπους .. όνειρό της από παλιά. Σιγά σιγά όμως είχε αρχίσει να βαραίνει από την ηλικία και διαρκώς παραπονιόταν ότι είναι πολύ μόνη της, (και ήταν) , η Βιβή την προσεχε βεβαια .. αλλά δεν ήταν όλη την ωρα μαζί της... Εκείνη την εποχή κατάλαβα ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα των γέρων είναι η μοναξιά. Οταν πήγαινα να την δω .. αυτό μου έλεγε,, να έρχεσαι να σε βλέπω.. αλλά εκέινη την εποχή ήμουν πολύ απασχολημένος .. μια με τον Αλέξανδρο , την δουλιά μου.. είχαμε ξεκινήσει και την οικοδομή στην Αιδηψό. Την θυμαμαι τι χαρά έκανε στην γιορτή του Αλέξανδρου .. του δισέγγονου ..(στα πρώτα του γενέθλια στην Ιοκάστης) για τον οποίο βέβαια είχε καημό γιατι αποφασίσαμε να μην τον βαπτισουμε.
Τελικα η γιαγια ήταν άτυχη., ειχε την μεγαλύτερη ατυχία. Πέθανε μετά τον θάνατο της μητέρας μου., ενάμισι χρόνο μετά. Παρά το ότι είχε και καλές στιγμές στην ζωή της η ζωη της ήταν δύσκολη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου