φωτογραφίες >> Μαρίκα Εσκιτζή - Λεπενιώτη.
H Γιαγιά Μαρίκα γεννήθηκε στις Σέρρες το 1908 και πέθανε στην Καισαριανή το 1979. Σέ όλη την διάρκεια της ζωής της που την θυμάμαι κάπνιζε ένα πακέτο την ημέρα (Αρωμα) και η πίσεη της πολλές φορές ήταν πάνω από 20, επίσης ήθελε να έχει πάντα στο στόμα της μαστίχα Χίου . Γονείς της ήταν η Κατερίνα (Κατίνα) και Νικόλαος Λεπενιώτης. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια .
Η οικογένεια Λεπενιώτη
Η οικογένεια Λεπενιώτη
Ο προ-πάππους μου Λεπενιώτης ήταν έμπορος και χρηματοδότης του Μακεδονικού αγώνα. Εκτελέστηκε από κομιτατζήδες μία Κυριακή ενώ έβγαινε από την εκκλησία. Του αποδόθηκε μετα θάνατο το μετάλλιο Μακεδονικού Αγώνα το 1936, μετάλλιο το οποίο και έχω στην κατοχή μου σήμερα. Η προ-γιαγιά μου η Κατίνα μαζί με τα παιδιά της Μαρίκα - Πέπη - Δημητράκη, αναγκάστηκαν να φύγουν από τις Σέρρες μετά από χρηματιστηριακό κραχ περίπου το 1914 στο οποίο και έχασαν κάθε αξία τα ομόλογα του Δημοσίου που είχαν επενδυμένη την περιουσία τους.
Ο αδελφός της ο Δημητράκης πήγε και έζήσε κάποιο χρονικό διάστημα στην Γερμανία, όπως φαίνεται από φωτογραφίες που έστελνε, και μετά μάλλον στην Θεσσαλονίκη. Πέθανε σε νεαρή ηληκία από φυματίωση, πριν τον Β' Παγκόσμιο πόλεμος πάντως. Ηταν μεγαλύτερος από την γιαγια Μαρίκα.
Η αδελφή της η Πέπη (ή Πόπη) ήταν επίσης μεγαλύτερη από την γιαγιά Μαρίκα και εκείνο που ξέρουμε είναι ότι έζησε στην Αλεξάνδρεια μάλιστα εργαζόταν σαν δασκάλα στο Μπενάκειο Ιδρυμα εκέι, ίδρυμα που ιδρύθηκε το 1909 με δωρά του Εμμανουήλ Μπενάκη, σήμερα στεγάζεται εκεί το Ελληνικό προξενείο. Μάλιστα δε από μία αφιέρωση πίσω από μία φωτογραφία που έστειλε η προ- γιαγια Κατινα στην κόρη της συνάγεται ότι φοίτησε επίσης στο ίδιο ίδρυμα σαν φοιτήτρια. Παντρεύτηκε το Αλέκο Σακελλάρη . Δεν γνωρίζω κάτι άλλο για αυτή εκτός από το ότι πολύ όμορφη γυναίκα και καλή κολυμβήτρια , σπάνιο για την εποχή εκέινη για γυναίκες. Το τέλος τους ήταν τραγικό. Πνίγηκαν και οι δύό τους ερχόμενοι από την Θεσσαλονίκη με το πλοίο Χειμάρα. Το ναυάγιο έγινε τα ξημερώματα της 19ης Ιανουαρίου 1947 λίγω έξω από την Αγ Μαρίνα πλησίον του Μαραθώνα. Η Ιστορία του ναυαγίου είναι εδώ. Θυμάμαι ότι ο παππούς Σάββας έλεγε ότι κάποιοι επιζήσαντες λέγαν ότι η Πέπη δεν εγκατέληψε τον άντρας της Αλέκο , ο οποίος δεν ήξερε μπάνιο και δεν έμπαινε ποτε στη θάλασσα η σε καράβι.
Η προ-γιαγιά Κατίνα όταν ήρθε στην Αθήνα έμεινα στην πλάκα στην οδο Κυδαθηναίων μέχρι να πεθάνει. Μάλιστα δε, θυμάμαι τον πατέρα μου Αλέκο να λέει τις περιπέτειες που είχε πολλές φορές με τα μπλόκα και τα Γερμανικά περίπολα κατα την κατοχή όταν πηγαινοερχόταν από την Καισαριανή στην Πλάκα για να δει την γιαγιά του. Η γιαγιά η Μαρίκα ήταν η μικρότερη από όλα τα παιδιά και κουτσή. Είχε σοβαρό πρόβλημα με το πόδι της και πέρασε πολυ καιρό στην Βούλα στο νοσοκομείο με εγχειρήσεις από όπου και αλληλογραφούσε ερωτικά με τον παπού τον Σάββα. Πρέπει να παντρεύτηκαν μετά το 1926, περίπου το 1927-28. Το 1929 γεννήθηκε ο πατέρας μου ο Αλέκος. Το σπίτι στην Σεβαστοπούλου είχε ήδη κτιστεί από τον παππού Σάββα ο οποίος εκέινο το διάτημα ήταν ταξιτζής με δικό του ιδιόκτητο ταξί. Επίσης εκέινη την εποχή, από το 1925 ο Σάββας είχε και 16θέσιο λεωφορέιο που έκανε δρομολόγια Χαφτεία - Βύρωνα.
Την θυμάμαι στο παλιό σπίτι με την αυλή. Πάντα είχε ζώα στο σπίτι , καναρίνια, γάτες και μία χελώνα που ζούσε στο κήπο και την ενοχλούσα μικρός παίζοντας μαζί της. Την χελώνα μου έγινε και την τάιζα μαρούλια και τις γάτες σαρδέλες. Είχε μία μαύρη "τον αράπη" που άρπαζε το φαγητό από τις άλλες και αργότερα θυμα΄μαι μία φουντωτή άσπρη που την είχε πάρει και στην Αιδηψό. Οι γάτες πήγαιναν απο αυτοκίνητα .. που αν και λιγοστά εκείνη την εποχή ήταν επικίνδυνα για αυτές. Ηταν τόσο λιγοστά που θυμάμαι καθόμασταν στο παράθυρο του υπνοδωματίου και τα μετράγαμε.. και χαιρόμαστε αν βλέπαμε να έρχεται κάποιο.. Μεγαλύτερη διασκέδαση μου ήταν το ρέμα, δίπλα στο σπίτι με σταύλους και ζώα, κοκκόρια κτλ.. πέρναμε μία σανίδα και κάναμε τσουλίθρα, ειχαμε και σφεντόνες ..γινόταν χαμός. Πολλές φορές πήγενα στου θείου του Αγγελου στην Κασαμπά, και παίζαμε με τον Στέλιο που ήταν μεγαλύτερος. Ο Κώστας έπιανε κολώνα στην γωνία του σπιτιου και μπορούσε να περάσει όλο το απόγευμα εκέι. Θυμάμαι ότι του Αγιανιού ανάβαμε φωτιές και πηδάγαμε στο τέλος της Αν Θράκης. Ακόμα καλύτερα περνάγαμε τις καθαρές Δευτέρες με τους αετούς . Ο Τσανακτσής ο θείος ήταν ειδικός. Η γιαγιά Μαρίκα όποτε πήγαινα σπίτι τις Κυριακές μου έκανε μοσχαρίσια μπριζόλα και το βράδυ κοιμόμουν στην ντιβανοκασέλα στο σαλόνι. Καισαριανή για μένα σήμαινε παιχνίδι και καλοπέραση. Στο σπίτι μπροστά ήταν χωματ'οδρομος και πάιζαμε με πήλινους βόλους, κουτσό με την Βαγγελιώ από απέντι ο Τάκης ήταν μεγαλύτερος. Η γιαγιά Μαρίκα ήταν άνθρωπος που δεν παραπονιόταν αλλά είχε ισχυρή επιρροή στον παππού, πιστεύω και στον πατέρα μου. Ηταν κοκέτα και πάντα προσεχε πολύ το ντύσιμό της , τα μαλιά της και τα παπούτσια της , που το ένα πάντα είχε δέκα πόντους φελό διότι το ένα πόδι της ήταν κοντίτερο από το άλλο. Είχε την συνήθεια στο τραπέζι να κάθεται τελευταία και ενώ σχεδόν είχαμε φάει φέρνοντας το ένα και το άλλο. Αλλά στο γλέντι ήταν γλετζού , έπινε και τραγουδούσε, έκανε πολυ κέφι. Δεν την θυμάμαι να έχει ποτέ παραπονεθεί για κάτι, να πει κακή κουβέντα για κανένα ήταν πάντα "υπεράνω". Είχε το Λεπενιώτικο το στυλ υποθέτω, όπως και η θέια η Γιούλια η Λεπενιώτη η ξαδέλφη της. Οσο ομιλιτικός ήταν ο παππούς Σάββας τόσο λιγομίλιτη ήταν η γιαγιά Μαρίκα. Την θυμάμαι στο σπίτι να κάθεται στο σκαμνί στη κουζίνα με το ένα πόδι παρατεταμένο, με αγαπούσε και με πρόσεχε πολύ.
Θυμάμαι ότι μερικές φορές όταν ακόμα είμουν πολύ μικρός με έπερνε μαζί το καλικαίρι διακοπές. Αρχικά θυμάμαι το Λουτράκι όπου υπάρχει και σχετική φωτογραφία του 1960. Στο Λουτράκι μέναμε σε ενοικιαζόμενα δωμάτια - ισογειο και θυμάμαι τις βόλτες με τον παππου τον Σάββα εκεί. Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε το τρένο που έφτανε στο Λουτράκι "ο Μουτζούρης". Επίσης με είχαν πάρει μαζί τους ένα καλοκαίρι στην Θεσσαλονίκη και μάλιστα θυμάμαι ότι πέρναμε ένα καραβάκι να πάμε για μπάνιο σε παραλία όχι πολύ μακρυά από το κέντρικό ξενοδοχείο που μέναμε. Αλλα λίγο μεγαλύτερο με έπερνε στην Αιδηψό. Μάλιστα ενώ εμέις συνήθως νοικιάζαμε στα Λουτρά η γιαγιά έμενε στου Παπαντωνίου στον Αγιο Νικόλαο. ο Αγ Νικόλαος είναι 2 χλμ από την Αιδηψό και εκέινη την εποχή δεν υπήρχε συγκινωνία , ουτε καν δρόμος. Ο παραλιακός σήμερα ήταν τότε ένας χωματόδρομος που διακοπτόταν από ρυάκια και γεμάτος ακούβες. Μοναδική συγκοινωνία ήταν τα καραβάκια ο Γρηγόρης που ήταν λίγο μεγαλύτερο και ο Αγ Νικόλαος που μέχρι σήμερα έχει μετατραπεί σε ψαράδικο με κοφίνια για τσέρουλες. Ο Αγ Νικόλαος εκέινη την εποχή είχε πολλά κουνούπια. Ενα πρωί ξύπνησα με το πρόσωπο τουμπανιασμένο από τσιμπήματα. (και από τοτε έχω ανοσία). Ο θείος Χρήστος είχε ήδη κτίσει στην Αιδηψό την Βίλλα Κλειώ στην γωνία δίπλα στου Λυμπέρη και αργότερα πήραμε και εμείς το παραλιακό οικόπεδο 12.000 δραχμές όπου κτίστηκε το σπίτι που μείναμε μετά και σήμερα έχει η αδελφή μου Μαρία.
Η γιαγιά πέθανε το 1979 όταν εγώ ήμουν στγο Λονδίνο. Θυμάμαι ότι με πήρε τηλέφωνο και μου μίλισε, ήξερε ότι δεν θα με ξαναδεί. Πριν γυρίσω Αθήνα το καλοκάιρι είχε πεθάνει. Κατα την διάρκεια της αρώστιας της την προσεχε πολύ η μητέρα μου η Βιβή. Μετά τον θάνατο της ο παππούς ο Σάββας το έριξε στα ταξίδια, Ρωσία , Αιγυπτό , Τουρκία. Η γιαγιά η Μαρικα δεν ταξίδευε πολύ, την μόνη φορά που την έπεισε ο παππούς να πάνε κάπου, ήταν η Ιταλία.
Η προ-γιαγιά Κατίνα όταν ήρθε στην Αθήνα έμεινα στην πλάκα στην οδο Κυδαθηναίων μέχρι να πεθάνει. Μάλιστα δε, θυμάμαι τον πατέρα μου Αλέκο να λέει τις περιπέτειες που είχε πολλές φορές με τα μπλόκα και τα Γερμανικά περίπολα κατα την κατοχή όταν πηγαινοερχόταν από την Καισαριανή στην Πλάκα για να δει την γιαγιά του. Η γιαγιά η Μαρίκα ήταν η μικρότερη από όλα τα παιδιά και κουτσή. Είχε σοβαρό πρόβλημα με το πόδι της και πέρασε πολυ καιρό στην Βούλα στο νοσοκομείο με εγχειρήσεις από όπου και αλληλογραφούσε ερωτικά με τον παπού τον Σάββα. Πρέπει να παντρεύτηκαν μετά το 1926, περίπου το 1927-28. Το 1929 γεννήθηκε ο πατέρας μου ο Αλέκος. Το σπίτι στην Σεβαστοπούλου είχε ήδη κτιστεί από τον παππού Σάββα ο οποίος εκέινο το διάτημα ήταν ταξιτζής με δικό του ιδιόκτητο ταξί. Επίσης εκέινη την εποχή, από το 1925 ο Σάββας είχε και 16θέσιο λεωφορέιο που έκανε δρομολόγια Χαφτεία - Βύρωνα.
Την θυμάμαι στο παλιό σπίτι με την αυλή. Πάντα είχε ζώα στο σπίτι , καναρίνια, γάτες και μία χελώνα που ζούσε στο κήπο και την ενοχλούσα μικρός παίζοντας μαζί της. Την χελώνα μου έγινε και την τάιζα μαρούλια και τις γάτες σαρδέλες. Είχε μία μαύρη "τον αράπη" που άρπαζε το φαγητό από τις άλλες και αργότερα θυμα΄μαι μία φουντωτή άσπρη που την είχε πάρει και στην Αιδηψό. Οι γάτες πήγαιναν απο αυτοκίνητα .. που αν και λιγοστά εκείνη την εποχή ήταν επικίνδυνα για αυτές. Ηταν τόσο λιγοστά που θυμάμαι καθόμασταν στο παράθυρο του υπνοδωματίου και τα μετράγαμε.. και χαιρόμαστε αν βλέπαμε να έρχεται κάποιο.. Μεγαλύτερη διασκέδαση μου ήταν το ρέμα, δίπλα στο σπίτι με σταύλους και ζώα, κοκκόρια κτλ.. πέρναμε μία σανίδα και κάναμε τσουλίθρα, ειχαμε και σφεντόνες ..γινόταν χαμός. Πολλές φορές πήγενα στου θείου του Αγγελου στην Κασαμπά, και παίζαμε με τον Στέλιο που ήταν μεγαλύτερος. Ο Κώστας έπιανε κολώνα στην γωνία του σπιτιου και μπορούσε να περάσει όλο το απόγευμα εκέι. Θυμάμαι ότι του Αγιανιού ανάβαμε φωτιές και πηδάγαμε στο τέλος της Αν Θράκης. Ακόμα καλύτερα περνάγαμε τις καθαρές Δευτέρες με τους αετούς . Ο Τσανακτσής ο θείος ήταν ειδικός. Η γιαγιά Μαρίκα όποτε πήγαινα σπίτι τις Κυριακές μου έκανε μοσχαρίσια μπριζόλα και το βράδυ κοιμόμουν στην ντιβανοκασέλα στο σαλόνι. Καισαριανή για μένα σήμαινε παιχνίδι και καλοπέραση. Στο σπίτι μπροστά ήταν χωματ'οδρομος και πάιζαμε με πήλινους βόλους, κουτσό με την Βαγγελιώ από απέντι ο Τάκης ήταν μεγαλύτερος. Η γιαγιά Μαρίκα ήταν άνθρωπος που δεν παραπονιόταν αλλά είχε ισχυρή επιρροή στον παππού, πιστεύω και στον πατέρα μου. Ηταν κοκέτα και πάντα προσεχε πολύ το ντύσιμό της , τα μαλιά της και τα παπούτσια της , που το ένα πάντα είχε δέκα πόντους φελό διότι το ένα πόδι της ήταν κοντίτερο από το άλλο. Είχε την συνήθεια στο τραπέζι να κάθεται τελευταία και ενώ σχεδόν είχαμε φάει φέρνοντας το ένα και το άλλο. Αλλά στο γλέντι ήταν γλετζού , έπινε και τραγουδούσε, έκανε πολυ κέφι. Δεν την θυμάμαι να έχει ποτέ παραπονεθεί για κάτι, να πει κακή κουβέντα για κανένα ήταν πάντα "υπεράνω". Είχε το Λεπενιώτικο το στυλ υποθέτω, όπως και η θέια η Γιούλια η Λεπενιώτη η ξαδέλφη της. Οσο ομιλιτικός ήταν ο παππούς Σάββας τόσο λιγομίλιτη ήταν η γιαγιά Μαρίκα. Την θυμάμαι στο σπίτι να κάθεται στο σκαμνί στη κουζίνα με το ένα πόδι παρατεταμένο, με αγαπούσε και με πρόσεχε πολύ.
Θυμάμαι ότι μερικές φορές όταν ακόμα είμουν πολύ μικρός με έπερνε μαζί το καλικαίρι διακοπές. Αρχικά θυμάμαι το Λουτράκι όπου υπάρχει και σχετική φωτογραφία του 1960. Στο Λουτράκι μέναμε σε ενοικιαζόμενα δωμάτια - ισογειο και θυμάμαι τις βόλτες με τον παππου τον Σάββα εκεί. Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε το τρένο που έφτανε στο Λουτράκι "ο Μουτζούρης". Επίσης με είχαν πάρει μαζί τους ένα καλοκαίρι στην Θεσσαλονίκη και μάλιστα θυμάμαι ότι πέρναμε ένα καραβάκι να πάμε για μπάνιο σε παραλία όχι πολύ μακρυά από το κέντρικό ξενοδοχείο που μέναμε. Αλλα λίγο μεγαλύτερο με έπερνε στην Αιδηψό. Μάλιστα ενώ εμέις συνήθως νοικιάζαμε στα Λουτρά η γιαγιά έμενε στου Παπαντωνίου στον Αγιο Νικόλαο. ο Αγ Νικόλαος είναι 2 χλμ από την Αιδηψό και εκέινη την εποχή δεν υπήρχε συγκινωνία , ουτε καν δρόμος. Ο παραλιακός σήμερα ήταν τότε ένας χωματόδρομος που διακοπτόταν από ρυάκια και γεμάτος ακούβες. Μοναδική συγκοινωνία ήταν τα καραβάκια ο Γρηγόρης που ήταν λίγο μεγαλύτερο και ο Αγ Νικόλαος που μέχρι σήμερα έχει μετατραπεί σε ψαράδικο με κοφίνια για τσέρουλες. Ο Αγ Νικόλαος εκέινη την εποχή είχε πολλά κουνούπια. Ενα πρωί ξύπνησα με το πρόσωπο τουμπανιασμένο από τσιμπήματα. (και από τοτε έχω ανοσία). Ο θείος Χρήστος είχε ήδη κτίσει στην Αιδηψό την Βίλλα Κλειώ στην γωνία δίπλα στου Λυμπέρη και αργότερα πήραμε και εμείς το παραλιακό οικόπεδο 12.000 δραχμές όπου κτίστηκε το σπίτι που μείναμε μετά και σήμερα έχει η αδελφή μου Μαρία.
Η γιαγιά πέθανε το 1979 όταν εγώ ήμουν στγο Λονδίνο. Θυμάμαι ότι με πήρε τηλέφωνο και μου μίλισε, ήξερε ότι δεν θα με ξαναδεί. Πριν γυρίσω Αθήνα το καλοκάιρι είχε πεθάνει. Κατα την διάρκεια της αρώστιας της την προσεχε πολύ η μητέρα μου η Βιβή. Μετά τον θάνατο της ο παππούς ο Σάββας το έριξε στα ταξίδια, Ρωσία , Αιγυπτό , Τουρκία. Η γιαγιά η Μαρικα δεν ταξίδευε πολύ, την μόνη φορά που την έπεισε ο παππούς να πάνε κάπου, ήταν η Ιταλία.




Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου