Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2010

To οικογενειακό δέντρο


To οικογενειακό μας δέντρο όπως απεικονίζεται παραπάνω επεκτείνεται φωτογραφικά μέχρι τους προ-παππούδες μας. Παρ όλα αυτά από μαρτυρίες και ιστορίες του παππού μου Σάββα Εσκιτζή  έχουν γίνει γνωστά και άλλα παλαιότερα στοιχεία για την οικογένεια του.  Η οικογένεια του Αλέξη Εσκιτζή προέρχεται από την Αρκαδία. Όταν έγινε η αποτυχημένη επανάσταση των αδερφών Ορλώφ στην Πελοπόννησο το 1770, και λόγω των σφαγών που ακολούθησαν  οι προ-προ παππούδες αναγκάστηκαν να διαφύγουν. 
Έτσι εγκαταστάθηκαν στην Ερεσό της Μυτιλήνης. Δεν είναι απολύτως βέβαιο το επίθετο που έφεραν. Αν λάβει όμως κανείς υπ' όψιν ότι ο προπάππους Αλέξης, αλλά και ο γιος του Σάββας Εσκιτζής , έφεραν το όνομα Αλεξίου μέχρι την Απογραφή των Τούρκων  το 1914 , οπότε και οι Τούρκοι τους ανάγκασαν να το εκτουρκίσουν σε Εσκιτζή (= παλιατζής), τότε μπορούμε να συμπεράνουμε ότι και οι ερχόμενοι από την Αρκαδία έφεραν το ίδιο όνομα - Αλεξίου. Eκτός βέβαια και να το Αλεξίου εκείνη την εποχή απλά σήμαινε γιος του Αλέξη, όνομα που χρησιμοποιούσαν οι προ- προ- παππούδες.  
Ο προ-παππούς Αλέξης γεννήθηκε στην Ερεσό της Μυτιλήνης το 1858. Ο παππούς ο Σάββας γεννήθηκε στο Κινίκι περιοχής Περγάμου το 1898 (σύμφωνα με το ληξιαρχείο Καισαριανής που είναι καταχωρημένη η οικογενειακή μερίδα του).  Συνεπώς  μεταξύ των ημερομηνιών αυτών  έγινε η μετεγκατάσταση από την Μυτιλήνη στο Κινίκι.  Στην Ερεσό συνεπώς προκύπτει ότι έζησαν 2-3 γενιές από το 1770 μέχρι την γέννηση του Αλέξη το 1858. Αυτό που είναι σίγουρο είναι η ιστορία του παππού  του Αλέξη ο οποίος ονομαζόταν Αντώνης. Σύμφωνα με την εξιστόρηση του παππού του Σάββα , ιστορία που μου έλεγε με καμάρι πολλές φορές,  ο προ πάππους του (του παππού Σάββα) ο Αντώνης βρισκόταν πάνω σε ένα Τουρκικό καράβι που ήταν αγκυροβολημένο στην Ερεσό, μαζί με τον πατέρα του αγνώστου ονόματος. Μετά από μία φασαρία Τούρκος αξιωματικός σκοτώνει με το σπαθί του τον πατέρα του Αντώνη. Ο νεαρός τότε Αντώνης όρμησε και πήρε το σπαθί του Τούρκου και του κόβει το κεφάλι, κατόπιν δε πηδάει στην θάλασσα για να γλυτώσει. Τον περισυνέλεξε ένα Ρωσικό καράβι και τον πήγε στη Οδησσό. Από εκεί γύρισε μετά από πολλά χρόνια  φορώντας όμως παντελόνια , δηλαδή  "φράγκικα" ρούχα και όχι βράκες. Ε Έτσι λοιπόν του δόθηκε το όνομα Φραγκαντώνης.  Αυτά τα ολίγα είναι γνωστά για την ιστορία των Εσκιτζήδων, των Αλεξίου όπως ονομαζόντουσαν εκείνη την περίοδο. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην αλληλογραφία του ο παππούς ο Σάββας , μέχρι να παντρευτεί , όλη σχεδόν την δεκαετία του 1920 χρησιμοποιούσε το όνομα Αλεξίου, όνομα που προφανώς αναγκάστηκε να εγκαταλείψει   όταν παντρεύτηκε και άνοιξε την οικογενειακή μερίδα στο Δήμο Καισαριανής με το όνομα Εσκιτζής, προφανώς διότι είχε κάποια χαρτιά μαζί του με αυτό το όνομα.
Εκτός από τα γεγονότα που γνωρίζω απ' ευθείας ή έχω ακούσει θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω και στοιχεία του χαρακτήρα τους για όσους και όσο γνωρίζω βέβαια.
---------------------------------------
1. O προ-παππούς Άλέξης Εσκιτζής- Αλεξίου γεννήθηκε το 1858, είχε γυναίκα την Ευστρατεία και έκαναν 5 παιδιά. Κατα σειρά ηλικίας ήταν : ο παπούς Σάββας γεννηθής το 1898, ο Χρήστος, ο Μανώλης , ο Αγγελος και η Μαρία.  Ο Αλέξης είχε και ένα αδελφό λίγο μκρότερο από αυτόν τον Ιγνάτη.
Ο Σάββας Εσκιτζής έκανε δύο παιδιά , τον Αλέκο τον πατέρα μου και άλλο ένα κοριτσάκι που πέθανε σε βρεφική ηλικία από πυρετό.. .
Ο θείος Χρήστος Εσκιτζής παντρεύτηκε την θεία Κλειώ και έκανε δύο κορίτσια την Κάιτη και την Τούλα. Η Τούλα σπούδασε μουσική, θυμάμαι το κονσέρτο αποφόιτησης από το ωδείο, και μάλιστα πήρε και υποτροφία για παραπάνω σπουδές .. αλλά ..  Η Τούλα έκανε δύο κορίτσια την Μαρία και την Χριστίνα. Η Καίτη παντρεύτηκε τον Κώστα Ανδρεόπουλο από τον Ζοργιάνο , ήταν συγχωριανός με τον παππού μου τον Δημήτρη. Εκαναν δύο κορίτσια την Κλειώ και την Βίκη.
Ο Θείος ο Αγγελος Εσκιτζής παντρεύτηκε την θεία Αλεξάνδρα και  έκανε δύο παιδιά τον Κώστα και τον Στέλλιο. Ολοι μένουνε στο πατρικό στην οδο Κασαμπά στην Καισαριανή.
Η θεία Μαρία  παντρεύτηκε τον θείο Τσανακτσή και έκανε τρία παιδιά την Αγνή που έγινε δασκάλα, την Κική (που παντρεύτηκε τον θείο Σιδηρόπουλο μαθηματικό) , και τον Προκόπη που έγινε εφοριακός.
Ο θέιος Μανώλης Εσκιτζής παντρεύτηκε την θεία Ολυμπία και έκανε τρία παιδιά τον Αλέκο Εσκιτζή (που έγινε φωτογράφος και ο οποίος με την σειρά του παντρεύτηκε την Βέννη και έκαναν δύο παιδιά τον Μανωλη  και την Αννα (που παντρεύτηκε τον Ντίντα).. ο Αλέκος πέθανε σε νεαρή ηλiκία από καρδιά και η Βένη διατηρούσε μαγαζί με εσώρουχα στην στοά της Σταδίου στην πλατεία Κοραή)  την Ριτσα που έγινε και νονά της αδελφής μου Μαρίας και παντρεύτηκε τον Αθανασούλια , και έχει μία κόρη την Ιριδα,.. επίσης έκανε και  τον Κώστα  που έχει και αυτός πεθάνει.

2. O προ-πάππους Νικόλαος Λεπενιώτης γεννήθηκε και έζησε στις Σέρρες και είχε γυναίκα την Κατερίνα. δολοφωνήθηκε μετά το 1908 από Κομιτατζίδες μία Κυριακή όταν έβγαινε από την εκκλησία. Ηταν πλούσιος έμπορος και μεγάλος χρηματοδότης του Μακεδονικού αγώνα. Του αποδόθηκε μετάλλιο του Μακεδονικού αγώνα μετά θάνατο το 1936. Εκανε τρία παιδιά, την γιαγιά Μαρίκα που ήταν και η μικρότερη και είχε γεννηθεί με σοβαρό πρόβλημα στο πόδι και την ράχη της, την θεία την Πέπη  που σπούδασε αλλά και συνέχισε σαν δασκάλα τον Μπενάκειο ίδρυμα στην Αλεξάνδρεια και τον θείο Δημήτρη που έζησε στην Γερμανία και την θεσσαλονίκη και πέθανε σε μικρή ηλικία από φυματίωση. Η θεία Πέπη παντρεύτηκε τον Αλέκο Σακελλάρη. Πνίγηκαν και οι δύο στο ναυάγειο της Χειμάρας στις 19, Ιανουαρίου 1947 μεταξύ Στείρων Ευβοίας και Αγ. Μαρίνας

3. ο προ-πάππους Αριστομένης Κουτσουμπάκης παντρεύτηκε την Ειρήνη και έκαναν  τον Γιώργο, την Ελένη, τον Δημήτρη (θείο Μήτσο), τον Βασίλη, την Μαρούλα , την Εφροσύνη και την Πολυξένη.  
Η Πολυξένη παντρεύτηκε τον Δημήτρη Χριστόπουλο από τον Ζοριγιάνο εφοριακό και έκαναν την Παρασκευή (Βιβή) την μητέρα μου καθώς άλλο ένα αγοράκι που πέθανε σε βρεφική ηλικία. Η Πόλυξένη παντρεύτηκε και έζησε στου Ζωγράφου στην Αμφιτρίτης 5, το ίδιο και η μητέρα μου., έμεινε δε χήρα σε μικρή ηληκία το 1939. Σήμερα ένα διαμέρισμα που έμεινε στην ιδιοκτησία  μου από την πολυκατοικία που έγινε εκεί στο σπίτι της γιαγιάς το έχω μεταβιβάσει στον γιο μου Αλέξανδρο. 
Ο Μήτσος έκανε δύο αγόρια τον Νίκο και τον Γιώργο, και τα δύο παιδιά ήταν πολυ όμορφα , μάλιστα θεωρούσα ότι ο Νίκος έμοιαζε στον Πουλόπουλο, (είχε έρθει και στην Αιδηψό μία φορά). Και οι δύο τους ήταν ναυτικοί ένα διάστημα και μετά πήγαν στην Ροδεσία, από όπου φύγαν και γυρίσαν στην Ελλάδα όταν αγριέψαν εκεί τα πράματα και το καθεστώς του Σμιθ ήθελε να τους επιστρατεύσει. O Γιώργος παντρεύτηκε την Εφη που ήταν πολύ όμορφη και ο Νίκος την Θάλεια. 
Η Μαρούλα έκανε δύο κορίτσια την θεία την Ξένη και την θεία Ρηνούλα. Η θεία Ξένη παντρεύτηκε τον Μπάμπη τον Στούμπο δάσκαλο και επιθεωρητή και έκαναnν τον Δημήτρη τον Στούμπο που σπούδασε στην Ιταλία. Η Ρηνούλα πήγε και έζησε  στην Αμερική.
Η Ελένη που έκανε την θεία Μαρίνα (που παντρεύτηκε τον θείο Γιώργο και έκαναν  τον Σπύρο και την Μπέση) και την θεία Αθηνά που παντρεύτηκε τον Αριστίδη Αθανασιάδη και κάναν δύο παιδιά τον Γιάννη που σπούδασε φιλόλογος και την Ευγενία που σπούδασε οικονομικά. .Μέναν αρχικά στον Ερυθρό Σταυρό στα προσφυγικά όπου ο θείος Αριστίδης διατηρούσε ταβέρνα αργότερα μετακομισαν στην Ν Σμύρνη στις εργατικές πολυκατοικίες. Η  θεία Ευγεν΄ια ήταν η αγαπημένη ξαδέλφη της Βιβής.
Η Εφροσύνη έκανε τον θείο Μένιο  ο οποίος έχει δύο παιδιά τον Γιώργο ( επονομαζόμενο και "Αμπέμπε")  που σπούδασε οικονομικά στην ΑΣΟΕ και τον Χρήστο που σπούδασε ιατρική.

επίσης παιδιά του Αριστομένη ήταν και  ο Βασίλης και ο Γιώργος.

4. Για τους προγόνους του παππού Δημήτρη Χριστόπουλου δεν γνωρίζω πολλά. Ο πατέρας του λεγόταν Αθανάσιος και η μητέρα του Παρασκευή. Είχε μία αδελφή στην Θεσσαλονίκη την Κωνσταντία που είχε παντρευτεί κάποιο Κασίδη από τον Ζοργιάνο , η οποία και είχε μία κόρη την Βούλα. Η Κωνσταντία ήταν κατάκοιτη , μάλιστα μία φορά που είχα πάει στην Θεσσαλονίκη την είχα δει. Και οι δύο έχουν πεθάνει.

Εγώ και η αδελφή μου Μαρία γεννηθήκαμε στην ιδιωτική κλινική του Βαλίνου στα Εξάρχεια , στην γωνία Τζαβέλα και Μεσολογγίου (στο σημείο της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου 50 και πλέον χρόνια μετά.)

Αλέκος Εσκιτζής


1934 (14-9-1930)-1989
Φωτογραφίες >> Αλέκος Εσκιτζής  
Γράμματα από την " Amiens


.

Βιβή Εσκιτζή / Χριστοπούλου

1934 (19-9-34)  - 1997 (13-3-97)
Φωτογραφίες >> Βιβή Εσκιτζή / Χριστοπούλου

Πολυξένη Χριστοπούλου & Δημήτρης Χριστόπουλος

 
Πολυξένη Χριστοπούλου το γέννος Κουτσουμπάκη και Δημήτρης Χριστόπουλος

Πολυξένη:1912- 1999 (21-2-99)
Η γιαγιά Πολυξένη  προέρχεται από την οικογένεια Κουτσουμπάκη  
Γεννήθηκε το 1912 στο Κλήμα Δωρίδος (πάνω από το Μοναστηράκι περιοχής Ναυπάκτου) , πατέρας της ήταν ο Αριστομένης Κουτσουμπάκης και μητέρα της η Ερήνη. Είχε αδέλφια τον Γιώργο , τον Βασίλη, την Ελένη , τον Μήτσο, την Φροσύνη και την Μαρούλα. Η γιαγιά Πολυξένη ήταν η μικρότερη. Μεγάλωσε στο χωριό και ήρθε στην Αθήνα όπου και παντρεύτηκε τον Δημήτρη Χριστόπουλο από τον Ζοργιάνο, εφοριακό στο επάγγελμα. Στην Αθήνα πήραν οικόπεδο στου Ζωγράφου  και κτίσαν το σπίτι στην Αμφιτρίτης 5, όπου γεννήθηκε και η μητέρα μου η Παρασκευή (Βιβή). Μάλιστα συζητούσαν να πάρουν οικόπεδο στους Αμπελόκηπους (Λ. Αλεξάνδρας) αλλά ήταν λίγο ακριβότερο γιαυτο διάλεξαν του Ζωγράφου που εκέινη την εποχή ήταν ακόμα προάστιο με αραιή δόμηση. Μικρή η γιαγιά είχε καλά χρόνια στο χωριό. Ηξερε όλες τις δουλιές του σπιτιού, να ζυμώνει πήγε και δημοτικό εκέι, εκέινο δε που θυμάμαι είναι τα δημοτικά τραγούδια που ήξερε και τραγουδούσε με πολυ καλή φωνή και σωστα , είχε καλό αυτί. Αν και η μάνα μου τραγουδούσε πολύ καλά, πολλές φορές έλεγε ότι δεν την έφτανε στο τραγούδι και στα "τσακίσματα" που κάναν τα δημοτικά. 
Θυμάμαι μία ιστορία που μας έλεγε για ένα ληστή που ήταν στην περιοχή τους. Είχε σκοτώσει κάποιον και είχε βγεί στο κλαρί, Φλώρο τον λέγαν και έκλεβε πλούσιους και προίκιζε ορφανές κοπέλες. Αλλά ήταν τεράστιος και πολυ φοβερός με τους διώκτες του. Μία μέρα που πήγαινε για νερό τον είδε μπροστά της.. φοβήθηκε αλλά αυτός την καθυσήχασε. Τελικά αν θυμαμαι καλά τον συλλάβανε και οδηγήθηκε και δικάστηκε στη Ναυπακτο ο Φλώρος. Ο παππούς ο Δημήτρης ο Χριστόπουλος ήταν πολύ κοκέτης και καλοστεκούμενος , είχε ευγενικούς τρόπους και ντυνόταν πάντα στη τρίχα. Θυμάμαι που έλεγε η γιαγια Πολυξένη ότι ακόμα και όταν έβγαζε τις κάλτσες του τις έβαζε με την σειρα ώστε την άλλη μέρα να φορέσει την αριστερη αριστερα και την δεξια στο δεξί πόδι. Ηταν όμως πολύ χορατατζής, και του άρεσε να κάνει αστεία. Στο χωριό όταν ήταν είχε πεθάνει κάποιος άλλος Δημήτρης και τον είχαν αφήσει από βραδυς στην εκκλησία για την εξόδιο την άλλημερα το πρωί. Πήγανε λοιπόν με παρεα , τον βάλαν παρπάρα τον πεθαμένο και πήρε ο παππούς Δημητρης τη θέση του. Οταν την αλλή μέρα πήγε ο παππάς πρωί πρωί.. χωρίς να πολυκοιταξει προς τον νεκρό  του λέει μονολογώντας .. " ααχ ..πως τα πέρασες Μήτσο μου .. όλο το βράδυ μόνος σου.. "  και του απαντάει ο παππούς..  "πως να τα περάσω πάτερ .. κρύωνα όλο το βράδυ.."  είδαν και έπαθαν να τον μαζέψουν τον παππά και να τον ξαναβάλουν στην εκκλησία.
Γενικά θα έλεγα ότι η γιαγιά Πολυξένη πέρασε τα πρώτα χρόνια του γάμου της όσο ζούσε ο παππους Δημήτρης ευτυχισμένα. Υπάρχουν αρκετές φωτογραφίες με εκδρομές στην Πάρνηθα που τους άρεσε να πηγαίνουν. Γέννησε την Βιβή το 1933 και έκανε και άλλο ένα αγοράκι μετα την Βιβή το οποίο όμως πέθανε σε βρεφικη ηλικία από "πυρετό". Τα δυσκολα ξεκίνησαν όταν πέθανε ο Χριστόπουλος το 1939 λίγο πριν την έναρξη του Β παγκοσμίου πολέμου αφήνοντας την γιαγιά Πολυξένη με την κόρη της την Βιβή μικρή 6 χρονών. Ο Χριστόπουλος πέθανε σε νεαρή ηληκία τριαντα..κάτι , ετών  από οξύ έμφραγμα , ξαφνικά. Επειδή δε, δεν πέθανε εν υπηρεσία η γιαγιά δεν δικαιούτο σύνταξη σύμφωνα με τους εργατικούς νόμους εκείνης της εποχής. Αμέσως μετά έπεσε και η Κατοχή. 
Ενα πρωί ξύπνησαν από τις σειρήνες . όλοι έτρεξαν στον Αγιο Θεράποντα στην Εκκλησία. Θυμάμαι την γιαγιά να μου περιγράφει με τρόμο πολλές φορές το ουρλιαχτό των σειρήνων. και ότι από την εκκλησία του Αγ Θεράποντα που είχαν μαζευτεί μπορούσαν και έβλεπαν τον βομβαρδισμό του Πειραιά από τους Ιταλούς. Ακολούθησαν  τα δύσκολα χρόνια της κατοχής. Κυρίως δύο προσωπα ήταν που την στήριξαν μετά τον θάνατο του Δημήτρη. Ο αδερφός της ο Μήτσος , που ήταν διευθυντής στου Παπαστράτου , και ο παπά Σίμος, ο παππάς του Αγιου Θεράποντα., και πατέρας του  "καπετάνιου'"  του Νικήτα μετέπειτα στενού φίλου της Βιβής (ο οποίος Νικήτας Σίμος παντρεύτηκε την Χριστίνα και κάναν δύο κορίτσια την Αντα και την Σοφία . Ο παπά Σίμος υπήρξε καθοριστικό πρόσωπο στην διαμόρφωση της ζωής της Πολυξένης από τότε και μετά. Κοντά του βρήκε τόσο την πολύτιμη υλική στήριξη που είχε απόλυτα ανάγκη , αλλά και διοχέτευσε όλη της την ενέργεια σαν άνθρωπος στον θρησκευτικό ζήλο, κάτι που τη ακολούθησε μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής της.Ηταν δραστήριο μέλος του "Σωτήρα" και συμμετείχε ενεργά στους λεγόμενους "κύκλους" μαζί με άλλες Ζωγραφιώτισσες που αποτελούσαν παραεκκλησιαστικές οργανώσεις , πηγαίναν σε γηροκομεία , κτλ..Συγκεκριμένα ο παπα Σίμος της αγόρασε μηχάνημα που έφτιαχνε το λαστιχάκι από τους "φιλέδες"  το αραχνοδιχτάκι που βάζαν στα μαλιά τους οι γυναίκες εκέινη την εποχή για να τα έχουν συμμαζεμένα. Ετσι κατόρθωσε να ζήσει , μάλιστα δε νοίκιαζε και το μισό της σπίτι σε φοιτήτριες , που τις ταιζε και έπλενε, οπότε  είχε και από εκέι ένα εισόδημα. Ειδικότερα στην κατοχή για κάποιο διάστημα μαλλον στην πείνα του 41 αναγκαστηκε και πήγε στο χωριό της να περάσουν τα δύσκολα. Εκέι τουλάχιστον είχαν να φάνε λίγη μπομπότα και λάδι, είχε και την Βιβή  να ταίσει που τα ποδαράκια της ήταν σαν καλαμάκια όπως έλεγε. Σε εκείνη την περιοχή Κλήμα - Μοναστηράκι εγένοντο πολλές μάχες του ΕΛΑΣ και του 5/42 του Δημ Ψαρρού κατά των Γερμανών. Μάλιστα την γιαγια  Πολυξένη την είχαν συλλάβει οι Γερμανοι και την είχαν οδηγήσει στις φυλακές στην Ναύπακτο από όπου αργότερα σε σύντομο χρόνο την αφήσαν να φύγει..Κατά την κατοχή εμπορευόταν τσιγάρα που της έδινε ο αδερφός της ο Μήτσος που ήταν στου Παπαστράτου και τα πούλαγε, φέρνοντας πίσω αλεύρι που είχε αξία σα το κρέας όπως έλεγε, (μια οκα αλέυρι - μια οκα κρέας ήταν η ισοτιμία). Μετά την κατοχή  συνέχισε με τα λαστιχακια για τους φιλέδες και ενοικίαζε το μισό σπίτι σε φοιτήτριες. Η Βιβή ήταν "της εκκλησίας" , πήγαινε σε εκκλησιαστικές χορωδίες και εκδηλώσεις, και τελικά μπήκε στην διδασκαλική Ακαδημία
Η μητέρα μου από τον Κώστα τον Αντρεόπουλο (που είχε παντρευτεί την θεία Καίτη ξαδέλφη του  πατέρα μου του Αλέκου ξάδελφο και συγχωριανό του παππού Δημήτρη από τον Ζοριάνο),  με προξενιό γνώρισε τον πατέρα μου  σε μία εκδρομή στο μοναστήρι της Καισαριανής. Ο πατέρας μου από όταν την είδε αποφάσισε αμέσως να την ζητήσει σε γάμο , πράγμα που έγινε το 1956 στις 26 Δεκεμβρίου στον ναό του Αγ Νικολάου στην οδό Ασκληπιού. Οταν παντρευτηκαν οι γονείς μου έμειναν στον πρωτο όροφο  του σπιτιού στου Ζωγράφου επι της Αμφιτρίτης 5, σπίτι που κατόρθωσε να κτισει η γιαγια Πολυξένη. Μαζί έμεινε και η γιαγιά Πολυξένη που ανέλαβε το σπίτι καθ' ολοκληρία, μαγείρεμα, καθαριότητα, ψώνια, οικονομική διαχείρηση. Είχε την ικανότητα να βγάζει από την μυγα ξυγκι όπως έλεγε. Μάλιστα συχνα ο πατέρας μου  ανέφερε το τραπέζι των αραβώνων που έκανε η γιαγια για να υποδεχτει στο σπίτι τον Γαμπρο και τα πεθερικα. Οταν παρουσίασε τα πιάτα στο τραπέζι ευχαριστήθκαν όλοι γιατί είδαν δύο μεγάλα μπαρμπούνια σε κάθε πιάτο. (μεγάλη πολυτέλεια για εκέινη την εποχή) . Οταν όμως ξεκίνησαν να τρωνε κατάλαβαν ότι τα δύο μπαρμπόυνια ήταν ένα, ανοιγμένο αριστοτεχνικα΄στην μέση  ώστε να γεμίσει το πιάτο.. Με αυτό τον τρόπο έδωσε την ευχέρεια στους γονείς μου να μην ασχολούνται και πολυ με τα παιδιά και τις δουλιές του σπιτιού και ειδικότερα η Βιβή μπόρεσε να δουλέψει απερίσπαστη αλλά και να βγαίνουν με το πατέρα μου τα βράδυα για διασκέδαση.
Oταν γεννήθηκα η γιαγιά ανέλαβε τις περισσότερες δουλιές. Η μάνα μου δούλευε  στο ιδιωτικό σχολείο της  Κουρή , κοντά στον κινηματογράφο Αδωνις. Η γιαγιά από πολύ μικρούς προσπάθησε να μας βάλει σε τάξη .. σε σχέση με την εκκλησία. Ηξερα από μικρός προσευχές και η προσευχή πριν το υπνο ήταν υποχρεωτική. Θυμάμαι στην εκκλησία που μας πήγαινε στον Αγ Θεράποντα πόσο βαριόμουνα την ορθοστασία. Την θυμάμαι που μας έλεγε ιστορίες το χειμώνα δίπλα στην σόμπα πετρελαίου που είχαμε στο χωλ , για το χωριο της , τα παιδικα της χρόνια , την κατοχή. Επίσης πολλές φορές τραγουδούσε δημοτικά αλλά και εκκλησιαστικά. Και μαγήρευε, πήγαινε στην λαική και με τα "μαγικά"  της, με τα λεπτα που τις έδιναν τα κατάφερνε θαυαμάσια, το ψηγείο ήταν πάντα γεμάτο. Με έβαζε και την βοήθαγα , με είχε μάθει να κάνω αυγολέμονο, και εμενα μου άρεσε να ασχολούμαι με κάτι εκτός από τα μαθήματα.  Επίσης πριν κάνω εγχείρηση για τις αμυγδαλές μου την θυμάμαι που μαζευε ευκαλύπτους και έκανε ατμο και με έβαζε κάτω από την πετσέτα με τους ατμους για να ανοίξει ο λαιμός μου.. ειχε εμονή με το να μας ταίζει, " η Σωτηρία είναι γεμάτη " μας έλεγε απειλητικα.. εχοντας υπ οψιν τις κατοχικές πέινες που περασε αλλα και την εξάπλωση της φυματίωσης που θεριζε μεχρι πριν 10 χρονια από την γεννηση μου. Η διασκέδαση της ήταν  εκτός από την εκκλησία όταν τα απογεύματα πήγαινε στον "κυκλο" και έβρισκε εκέι τις "ομοιδεάτισες" της περί τα εκκλησιαστικά. η Φύσσα, Ζαβίτσα αλλά και πολλές άλλες παλιές Ζωγραφιώτισσες ήταν στι κύκλο που πήγαινε. Αλλά ήταν επίμονη και φορτική αν ήθελε να πετύχει κάτι , σε σημείο που πολλές φορές η μάνα μου "επαναστατούσε".  Το μεγαλύτερο παράπονό της ήταν ότι η μητέρα μου αφού παντρεύτηκε "απομακρύνθηκε από τον δρόμο του Θεού" όπως έλεγε.. και υπονοούσε ότι την χαλάσαν οι Εσκιτζήδες.. Μάλιστα δε κάποια μέρα που με πίεζε να πάω κατηχητικό , που εγω δεν ήθελα, γυρνάω και τις λέω "μα αφού δεν υπάρχει Θεός"  αυτό ήταν .. έφαγα ένα σκαμπίλι που ακόμα το θυμάμαι .... και ήμουν πολύ μικρός 7-8 χρονών. Το έμαθε η μάνα μου και την κατσάδιασε.. και αυτό ήταν και το οριστικό μου διαζύγιο περι τα θρησκευτικά. Ο καημός της όμως υπήρξε μεγάλος  και θεωρούσε σα μόνιμο καθήκον της να μας επαναφέρει όλους στον δρόμο του θεού. Μάλιστα δε, στο σημείωμα που μας άφησε λίγο πριν πεθάνει , σε αυτό αναφέρεται.. Την δικαιολογώ απόλυτα, αν λάβει κανείς υπ όψιν τους τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ήρθε σε επαφή με την εκκλησία , σαν ανήμπορη χήρα και μάλιστα σε επαφή με ένα χαρισματικό όπως λένε άνθρωπο που ήταν ο παπας Σίμος. Δεν θα ήταν υπερβολή να πω ότι μας μεγάλωσε η Πολυξένη, με το φαι της, το πλυσιμο, τις ιστορίες, τα τραγούδια αλλά και την γρίνα της και τις εμμονές της. Οταν δώσαμε το σπίτι της Αμφιτρίτης για Πολυκατοικία (περίπου το 1968-69) πήγαμε στους Αμπελόκηπους στην Μ. Ασίας, σε ένα διαμέρισμα του τρίτου ορόφου, και μετά από μερικά χρόνια ήρθαμε στο καινούργιο δαμέρισμα στο ρετιρε στον τρίτο όροφο. (Ενώ είμασταν στους Αμπελόκηπους έπαθε το έμφραγμα και ο Αλέκος.) Οταν γυρίσαμε Ζωγράφου εγώ τότε πήγαινα τις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου , και κατόπιν έφυγα για Αγγλία., το 1974 το καλιοκαίρι. Από τότε και μετά σταμάτησε η στενή καθημερινή επαφή με την γιαγια Πολυξένη. Η γιαγιά έμεινε με την μάνα μου εκέι έως ότου το σπίτι το πήρε η αδελφή μου σα προίκα και το πούλησε για να φτιάξει το νέο της σπίτι  την μονοκατοικία που τωρα μένουν στην άνω Γλυφάδα. Οταν πουλήθηκε το διαμέρισμα , η μητέρα μου ματακόμισε στο 2άρι που είχαμε στον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας και η γιαγιά στην γκαρσονιέρα που ήταν στον τρίτο όροφο γιαγιά μας και αυτή . Ηταν δηλαδή και μαζί και χώρια. Εγώ εν τω μεταξύ είχα απολυθεί από τον στρατό και έμενα μόνος μου σε ένα δυάρι στην οδο Μπισκίνη που έβλεπε στον ακάλυπτο στο ισόγειο. (έμεινα εκέι μέχρι και τους πρώτους μήνες αφού παντρεύτηκα την Μαρία και μάλιστα εκέι γεννήθηκε και ο Αλέξανδρος).  Ηταν ήδη 1986, και η γιαγια περίπου 75 χρονών. Εκέινη την εποχή έκανε ένα μεγάλο ταξίδι στους άγιους τόπους .. όνειρό της από παλιά. Σιγά σιγά όμως είχε αρχίσει να βαραίνει από την ηλικία και διαρκώς παραπονιόταν ότι είναι πολύ μόνη της, (και ήταν) , η Βιβή την προσεχε βεβαια .. αλλά δεν ήταν όλη την ωρα μαζί της... Εκείνη την εποχή κατάλαβα ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα των γέρων είναι η μοναξιά. Οταν πήγαινα να την δω .. αυτό μου έλεγε,, να έρχεσαι να σε βλέπω.. αλλά εκέινη την εποχή ήμουν πολύ απασχολημένος .. μια με τον Αλέξανδρο , την δουλιά μου.. είχαμε ξεκινήσει και την οικοδομή στην Αιδηψό. Την θυμαμαι τι χαρά έκανε στην γιορτή του Αλέξανδρου ..  του δισέγγονου ..(στα πρώτα του γενέθλια στην Ιοκάστης) για τον οποίο βέβαια είχε καημό γιατι αποφασίσαμε να μην τον βαπτισουμε. 
Τελικα η γιαγια ήταν άτυχη., ειχε την μεγαλύτερη ατυχία. Πέθανε μετά τον θάνατο της μητέρας μου., ενάμισι χρόνο μετά.  Παρά το ότι είχε και καλές στιγμές στην ζωή της η ζωη της ήταν δύσκολη.



Μαρίκα Εσκιτζή - Λεπενιώτη


H Γιαγιά Μαρίκα γεννήθηκε στις Σέρρες το 1908 και πέθανε στην Καισαριανή το 1979. Σέ όλη την διάρκεια της ζωής της που την θυμάμαι κάπνιζε ένα πακέτο την ημέρα (Αρωμα)   και η πίσεη της πολλές φορές ήταν πάνω από 20, επίσης ήθελε να έχει πάντα στο στόμα της μαστίχα Χίου . Γονείς της ήταν η Κατερίνα (Κατίνα) και Νικόλαος Λεπενιώτης. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια .
Η οικογένεια Λεπενιώτη
Ο προ-πάππους μου Λεπενιώτης ήταν έμπορος και χρηματοδότης του Μακεδονικού αγώνα. Εκτελέστηκε από κομιτατζήδες μία Κυριακή ενώ έβγαινε από την εκκλησία. Του αποδόθηκε μετα θάνατο το μετάλλιο Μακεδονικού Αγώνα  το 1936, μετάλλιο το οποίο και έχω στην κατοχή μου σήμερα.  Η προ-γιαγιά μου η Κατίνα μαζί με τα παιδιά της Μαρίκα - Πέπη - Δημητράκη, αναγκάστηκαν να φύγουν από τις Σέρρες μετά από χρηματιστηριακό κραχ περίπου το 1914 στο οποίο και έχασαν κάθε αξία τα ομόλογα του Δημοσίου που είχαν επενδυμένη την περιουσία τους. 
Ο αδελφός της ο Δημητράκης πήγε και έζήσε κάποιο χρονικό διάστημα στην Γερμανία, όπως φαίνεται από φωτογραφίες που έστελνε, και μετά μάλλον στην Θεσσαλονίκη.  Πέθανε σε νεαρή ηληκία από φυματίωση, πριν τον Β' Παγκόσμιο πόλεμος πάντως. Ηταν μεγαλύτερος από την γιαγια Μαρίκα.
Η αδελφή της η Πέπη (ή Πόπη)  ήταν  επίσης μεγαλύτερη από την γιαγιά Μαρίκα και εκείνο που ξέρουμε είναι ότι έζησε στην Αλεξάνδρεια μάλιστα εργαζόταν σαν δασκάλα στο Μπενάκειο Ιδρυμα εκέι, ίδρυμα που ιδρύθηκε το 1909 με δωρά του Εμμανουήλ Μπενάκη, σήμερα στεγάζεται εκεί το Ελληνικό προξενείο. Μάλιστα δε από μία  αφιέρωση πίσω από μία φωτογραφία που έστειλε η προ- γιαγια Κατινα στην κόρη της συνάγεται ότι φοίτησε επίσης στο ίδιο ίδρυμα σαν φοιτήτρια. Παντρεύτηκε το Αλέκο Σακελλάρη . Δεν γνωρίζω κάτι άλλο για αυτή εκτός από το ότι πολύ όμορφη γυναίκα και καλή κολυμβήτρια , σπάνιο για την εποχή εκέινη για γυναίκες. Το τέλος τους ήταν τραγικό. Πνίγηκαν και οι δύό τους ερχόμενοι από την Θεσσαλονίκη με το πλοίο Χειμάρα. Το ναυάγιο έγινε τα ξημερώματα της 19ης Ιανουαρίου 1947 λίγω έξω από την Αγ Μαρίνα πλησίον του Μαραθώνα. Η Ιστορία του ναυαγίου είναι εδώ. Θυμάμαι ότι ο παππούς Σάββας έλεγε ότι κάποιοι επιζήσαντες λέγαν ότι η Πέπη δεν εγκατέληψε τον άντρας της Αλέκο , ο οποίος δεν ήξερε μπάνιο και δεν έμπαινε ποτε στη θάλασσα η σε καράβι.

Η προ-γιαγιά Κατίνα όταν ήρθε στην Αθήνα έμεινα στην πλάκα στην οδο Κυδαθηναίων  μέχρι να πεθάνει. Μάλιστα δε, θυμάμαι τον πατέρα μου Αλέκο να λέει τις περιπέτειες που είχε πολλές φορές με τα μπλόκα και τα Γερμανικά περίπολα κατα την κατοχή όταν πηγαινοερχόταν από την Καισαριανή στην Πλάκα για να δει την γιαγιά του. Η γιαγιά η Μαρίκα ήταν η μικρότερη από όλα τα παιδιά και κουτσή. Είχε σοβαρό πρόβλημα με το πόδι της και πέρασε πολυ καιρό στην Βούλα στο νοσοκομείο με εγχειρήσεις από όπου και αλληλογραφούσε ερωτικά με τον παπού τον Σάββα. Πρέπει να παντρεύτηκαν μετά το 1926, περίπου το 1927-28. Το 1929 γεννήθηκε ο πατέρας μου ο Αλέκος. Το σπίτι στην Σεβαστοπούλου είχε ήδη κτιστεί από τον παππού Σάββα ο οποίος εκέινο το διάτημα ήταν ταξιτζής με δικό του ιδιόκτητο ταξί. Επίσης εκέινη την εποχή, από το 1925 ο Σάββας είχε και 16θέσιο λεωφορέιο που έκανε δρομολόγια Χαφτεία - Βύρωνα.
Την θυμάμαι στο παλιό σπίτι με την αυλή. Πάντα είχε ζώα στο σπίτι , καναρίνια, γάτες και μία χελώνα που ζούσε στο κήπο και την ενοχλούσα μικρός παίζοντας μαζί της. Την χελώνα μου έγινε και την τάιζα μαρούλια και τις γάτες σαρδέλες. Είχε μία μαύρη  "τον αράπη" που άρπαζε το φαγητό από τις άλλες και αργότερα θυμα΄μαι μία φουντωτή άσπρη που την είχε πάρει και στην Αιδηψό. Οι γάτες πήγαιναν απο αυτοκίνητα .. που αν και λιγοστά εκείνη την εποχή ήταν επικίνδυνα για αυτές. Ηταν τόσο λιγοστά που θυμάμαι καθόμασταν στο παράθυρο του υπνοδωματίου και τα μετράγαμε.. και χαιρόμαστε αν βλέπαμε να έρχεται κάποιο..  Μεγαλύτερη διασκέδαση μου ήταν το ρέμα, δίπλα στο σπίτι με σταύλους και ζώα, κοκκόρια κτλ.. πέρναμε μία σανίδα και κάναμε τσουλίθρα, ειχαμε και σφεντόνες ..γινόταν χαμός. Πολλές φορές πήγενα στου θείου του Αγγελου στην Κασαμπά, και παίζαμε με τον Στέλιο που ήταν μεγαλύτερος. Ο Κώστας έπιανε κολώνα  στην γωνία του σπιτιου και μπορούσε να περάσει όλο το απόγευμα εκέι. Θυμάμαι ότι του Αγιανιού ανάβαμε φωτιές και πηδάγαμε στο τέλος της Αν Θράκης. Ακόμα καλύτερα περνάγαμε τις καθαρές Δευτέρες με τους αετούς . Ο Τσανακτσής ο θείος ήταν ειδικός. Η γιαγιά Μαρίκα όποτε πήγαινα σπίτι τις Κυριακές μου έκανε μοσχαρίσια μπριζόλα και το βράδυ κοιμόμουν στην ντιβανοκασέλα στο σαλόνι. Καισαριανή για μένα σήμαινε παιχνίδι και καλοπέραση. Στο σπίτι μπροστά ήταν χωματ'οδρομος και πάιζαμε με πήλινους βόλους, κουτσό με την Βαγγελιώ από απέντι ο Τάκης ήταν μεγαλύτερος. Η γιαγιά Μαρίκα ήταν άνθρωπος που δεν παραπονιόταν αλλά είχε ισχυρή επιρροή στον παππού, πιστεύω και στον πατέρα μου. Ηταν κοκέτα και πάντα προσεχε πολύ το ντύσιμό της , τα μαλιά της και τα παπούτσια της , που το ένα πάντα είχε δέκα πόντους φελό διότι το ένα πόδι της ήταν κοντίτερο από το άλλο. Είχε την συνήθεια στο τραπέζι να κάθεται τελευταία και ενώ σχεδόν είχαμε φάει φέρνοντας το ένα και το άλλο. Αλλά στο γλέντι ήταν γλετζού , έπινε και τραγουδούσε, έκανε πολυ κέφι. Δεν την θυμάμαι να έχει ποτέ παραπονεθεί για κάτι, να πει κακή κουβέντα για κανένα ήταν πάντα "υπεράνω". Είχε το Λεπενιώτικο το στυλ υποθέτω, όπως και η θέια η Γιούλια η Λεπενιώτη η ξαδέλφη της. Οσο ομιλιτικός ήταν ο παππούς Σάββας τόσο λιγομίλιτη ήταν η γιαγιά Μαρίκα. Την θυμάμαι στο σπίτι να κάθεται στο σκαμνί στη κουζίνα με το ένα πόδι παρατεταμένο, με αγαπούσε και με πρόσεχε πολύ.
Θυμάμαι ότι μερικές φορές όταν ακόμα είμουν πολύ μικρός με έπερνε μαζί το καλικαίρι διακοπές. Αρχικά θυμάμαι το Λουτράκι όπου υπάρχει και σχετική φωτογραφία του 1960. Στο Λουτράκι μέναμε σε ενοικιαζόμενα δωμάτια - ισογειο και θυμάμαι τις βόλτες με τον παππου τον Σάββα εκεί. Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε το τρένο που έφτανε στο Λουτράκι "ο Μουτζούρης". Επίσης με είχαν πάρει μαζί τους ένα καλοκαίρι στην Θεσσαλονίκη και μάλιστα θυμάμαι ότι πέρναμε ένα καραβάκι να πάμε για μπάνιο σε παραλία όχι πολύ μακρυά από το κέντρικό ξενοδοχείο που μέναμε. Αλλα λίγο μεγαλύτερο με έπερνε στην Αιδηψό. Μάλιστα ενώ εμέις συνήθως νοικιάζαμε στα Λουτρά η γιαγιά έμενε στου Παπαντωνίου στον Αγιο Νικόλαο. ο Αγ Νικόλαος είναι 2 χλμ από την Αιδηψό και εκέινη την εποχή δεν υπήρχε συγκινωνία , ουτε καν δρόμος. Ο παραλιακός σήμερα ήταν τότε ένας χωματόδρομος που διακοπτόταν από ρυάκια και γεμάτος ακούβες. Μοναδική συγκοινωνία ήταν τα καραβάκια ο Γρηγόρης  που ήταν λίγο μεγαλύτερο και ο Αγ Νικόλαος που μέχρι σήμερα έχει μετατραπεί σε ψαράδικο με κοφίνια για τσέρουλες. Ο Αγ Νικόλαος εκέινη την εποχή είχε πολλά κουνούπια. Ενα πρωί ξύπνησα με το πρόσωπο τουμπανιασμένο από τσιμπήματα. (και από τοτε έχω ανοσία). Ο θείος Χρήστος είχε ήδη κτίσει στην Αιδηψό την Βίλλα Κλειώ στην γωνία δίπλα στου Λυμπέρη και αργότερα πήραμε και εμείς το παραλιακό οικόπεδο 12.000 δραχμές όπου κτίστηκε το σπίτι που μείναμε μετά και σήμερα έχει η αδελφή μου Μαρία.
Η γιαγιά πέθανε το 1979 όταν εγώ ήμουν στγο Λονδίνο. Θυμάμαι ότι με πήρε τηλέφωνο και μου μίλισε, ήξερε ότι δεν θα με ξαναδεί. Πριν γυρίσω Αθήνα το καλοκάιρι είχε πεθάνει. Κατα την διάρκεια της αρώστιας της την προσεχε πολύ η μητέρα μου η Βιβή. Μετά τον θάνατο της ο παππούς ο Σάββας το έριξε στα ταξίδια, Ρωσία , Αιγυπτό , Τουρκία. Η γιαγιά η Μαρικα δεν ταξίδευε πολύ, την μόνη φορά που την έπεισε ο παππούς να πάνε κάπου, ήταν η Ιταλία.

Σάββας Εσκιτζής & Αλέξης Εσκιτζής- Αλεξίου






Φωτογραφίες >> Σάββα Εσκιτζή - Αλέξη Εσκιτζή 
χειρόγραφο >>  Ημερολόγιο Σάββα Εσκιτζή.
Το έναυσμα .. (Αρχίζει στις 5 Νοεμβρίου 1957) 
[..5 Νοεμβρίου 1957
Στας 7 το πρωί χτύπησε το τηλέφωνο, το πήρε η Μαρίκα και με συγκίνηση πολύ άκουσε από τον Αλέκο ότι την Βιβή την έπιασαν πόνοι και την μετέφεραν στην κλινική του Βαλίνου της οδού Τζαβέλα. Η συγκίνησή μας ήταν μεγάλη αλλά και η ψυχραιμία μας μεγάλη, ήπιαμε τον καφέ μας, ανάψαμε το καντήλι και προσευχηθήκαμε με κατάνυξη στην εικόνα του Αγίου Νικολάου που είναι ο οικογενειακός μας προστάτης και που προέρχεται η Αγία εικών του από τους προγόνους μου. Φθάσαμε στην κλινική και είδαμε την Βιβή με την μαμά της.Η Βιβή μας χαμογελούσε με εκείνο το γλυκό χαμόγελο που μόνο ένας Μιχαήλ Αγγελος μπορεί να το αποδώσει. Η μαμά της ήταν ανήσυχη, ο Αλέκος ανδρικότατα ψύχραιμος της χάιδευε τα χέρια και της μιλούσε. Η Βιβή κάθε 5 λεπτά είχε πόνους που της περνούσαν αμέσως και χαμογελούσε για να δώσει κουράγιο στην ανήσυχη μητέρα της. Η Μαρίκα διατηρούσε πάντα την ψυχραιμία της και εγώ είχα μιά βαθιά ανησυχία που δεν με χωρούσε ο τόπος. Πήγα στην ψαραγορά της οδού Θεμιστοκλέους και πήρα σρδέλες για φούρνο. Η Γιούλια Λεπενιώτου που το σπίτι της είναι κοντά στην κλινικήτις ετοίμασε, τις έστειλε στον φούρνο και το μεσημέρι πήγαμε στο σπίτι της Κωλέττη 27 και φάγαμε. Εγώ ξάπλωσα στο κρεβάτι και οι άλλοι πήγαν στην κλινική, αλλά που να με πάρει ο ύπνος, τέλος σηκώθηκα και πήγα στην κλινική όπου η Βιβή έχασε το χαμόγελο της γιατί δυνάμωσαν οι πόνοι. Μου ήταν αδύνατο να μείνω στην κλινική, πήγα στο καφενείο ήπια καφέ και έστειλα δύο στην κλινική. Εγύριζα εδώ και εκεί χωρίς σκοπό και πρόγραμμα. Τέλος ξεκίνησα να πάγω με το τρόλευ στην Τατώ για να περάσει η ώρα ,μα δεν την βρήκα εκεί γιατί ήταν στο νοσοκομείο άρρωστη και πήγα στην θεία Αθηνά, εξαδέλφη της πεθεράς μου. Τέλος κάθισα εκεί και είπα τους λόγους της επισκέψεώς μου, από το σπίτι της πήρα το τηλέφωνο στην κλινική και είπα στην Μαρίκα που βρίσκομαι και της έδωσα τον αριθμό της θείας Αθηνάς. Αλλά δεν πέρασε μισή ώρα και χτυπά το τηλέφωνο, ήταν η γιαγιά πια Μαρίκα και με ανάγγειλε το το ευχάριστο γεγονός, ότι κάναμε τον γιο και να μας ζήσει. Η χαρά μου και η συγκίνηση μου δεν περιγράφεται , τους φίλησα όλους από την χαρά μου και έφυγα αμέσως και πήρα ένα δίσκο γλυκά για να κεράσω το προσωπικό, τον γιατρό και όσους ήταν στην κλινική. Η Βιβή κουρασμένη από τον τοκετό , αλλά μόλις με είδε χαμογέλασε, την φίλησα καθώς όλους. Ο Αλέκος με κάποια ειρωνεία γελώντας, .. να τον δεις , καλό είναι το παιδί αλλά έχει τα μάτια σου .. γιατί του λέω εγώ.. δεν σου αρέσουν τα μάτια μου ? ο καθένας είχε και μία γνώμη , η Μαρίκα έλεγε ότι μοιάζει της γιαγιάς Πολυξένης , η Βιβή ότι μοιάζει στον Αλέκο , και εγώ του μακαρίτη του παππού του του Δημήτρη που θα πάρει και το όνομα. Φύγαμε από την κλινική πανευτυχείς και δοξολογώντας τον θεό που μας χάρισε μιά τέτοια στιγμή. Κλείνοντας της αφήγηση μου εύχομαι σαν παππούς ο θεός να χαρίσει στο παιδί υγεία και να τον κάνει καλό άνθρωπο χρήσιμο στον εαυτό του και την κοινωνία , αμήν... 
Πρωί 6-11-57. Η μέρα της γεννήσεως του εγγονού μου θα είναι αξέχαστη γιατί συμπίπτει με την εξαπόλυση του δευτέρου και μεγάλου Δορυφόρου Σπούτνικ...]
Eτσι ξεκινάει το ημερολόγειο του ο παππούς μου Σάββας, ημερολόγειο που βρήκε η αδελφή μου Μαρία.  Αυτός είναι και ο λόγος που με την σειρά μου θα προσπαθήσω εδώ να κάνω μία καταγραφή της οικογενειακής ιστορίας όπως την γνωρίζω και την έχω ζήσει. Επίσης θα προσπαθήσω να μεταφέρω όλα αυτα που έχω ακούσει, ιστορίες κτλ, που μέχρι τωρα βρίσκονται στην μνήμη μου, ελπίζοντας να μεταφερθούν και να παραμείνουν γνωστά στην επόμενη γεννιά που ήδη έχει μεγαλώσει και μπορεί να αντιλάμβάνεται.. 
---------------------------------